United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ζωέμπορος έκυψε να λάβη τον Δημήτρην εις τας αγκάλας και τον θέση επί του ίππου· αλλά την ιδίαν στιγμήν σπασμός ισχυρός εκλόνησε το σώμα του αρρώστου και τον αφήκε νεκρόν. Ο Δημήτρης Νουλάς εξεψύχησεν αφού συνεφιλιώθη με τον τάφον. — Μπρε το διάτανο τ' έπιασε κ' έκαμε!. . .

Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάγχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης ο Τσάτσος είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφή εις ευλογημένον χώμα.

Ούτω ο ιερεύς εξηκολούθησεν εκθέτων την αιτίαν διά την οποίαν εξεδόθη το επιτίμιον. Ότι ο ζωέμπορος Γεώργιος Νίκας, διερχόμενος κατά τον προπαρελθόντα Ιανουάριον της κωμοπόλεως, έχασε το ερυθρόν πορτοφόλι του, εντός του οποίου ευρίσκοντο εις λίρας οθωμανικάς και τάλληρα τριακόσιαι δραχμαί και ότι προετρέποντο είτε ο ευρών είτε οι γνωρίζοντες τούτον να τον φανερώσουν.

Ο γαμπρός ήταν ένας ζωέμπορος που τον είχε συναντήσει τυχαία στο ταξίδι της φυγής της. Ζούσαν στην Τσιβιταβέκια, σχετικά άνετα και σύντομα θα αποκτούσαν παιδί. Οι αδελφές της δεν της συγχώρεσαν το καινούργιο της σφάλμα: το γάμο της με έναν πληβείο που τον συνάντησε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, και δεν της απάντησαν.

Εις την χείρα εκράτει την μπατίναν του, ράβδον μακράν, εις το κάτω μέρος φέρουσαν κεφαλήν χονδράν, διά της οποίας καταβάλλουν τους ταύρους. Το ύφος του ήτο γλυκύ και συμπαθές οι οφθαλμοί του γοργοί και ευκίνητοι τα χείλη του πάντοτε χαμογελώντα. Ο ζωέμπορος είχεν υπάγει από της προτεραίας να ίδη το λειβάδι του αγίου Γεωργίου, το οποίον εσκέπτετο να ενοικιάση διά την βοσκήν.

Και διά συριγμού εκάλεσε τον ίππον του. Ο Τσίλιας εις τον συριγμόν του κυρίου του προσήλθεν, αργά αργά, καμαρόνων ως να έφερε καμμίαν νύμφην επάνω του. — Γονάτισε· είπεν ο ζωέμπορος, συνοδεύων τον λόγον του μ' εμφαντικόν νεύμα. Ο Τσίλιας έκλινεν ευθύς προς την γην, πρώτον τα εμπροσθινά γόνατα κ' έπειτα τα οπισθινά.

Αλήθεια; ηρώτησεν ο Δημήτρης, κάπως δυσπίστως. — 'Σ το Χριστό που πιστεύομε· είπεν ο ζωέμπορος μετά πειστικότητος. — Και θα διαβασθή το συχώριοτα χωριό; — Ναι· αν θες πάμε μαζί ως εκεί. — Όχι, δεν μπορώ. Και ο Δημήτρης, επανέπεσεν εξηντλημένος επί της χλοεράς στρωμνής του.

Μετ' ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κ' εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας είξευρε και ησχολείτο να κάμη την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέση εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθή κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν' αρμενίση τις τόσην θάλασσαν διά να πνιγή, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάση με το χώμα της τόσους και τόσους.

Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του. Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα.

Και ο ίππος με την εξαιρετικήν οξυδέρκειαν την οποίαν έχουν τα ζώα, θα τα έβλεπε τόρα αυτά και ήθελε να οπισθοχωρήση. Ο ζωέμπορος εσταυροκοπήθη δις και τρις ψιθυρίζων μέσα του προσευχήν κ' έστρεψε τον ίππον να φύγη ησύχως. Αίφνης όμως ήκουσε γογγυσμόν και φωνήν ανθρωπίνην, ερχομένην ασθενώς μέσ' από τα φυλλώματα και ζητούσαν βοήθειαν.