United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλη η αισχύνη των κατ' Αυτού χλευασμών, όλη η αγωνία της βασάνου Του, υπήρξαν ανίσχυρα, πέντε ημέρας ύστερον, ν' αποσπάσωσιν απ' Αυτού ένα γογγυσμόν, ή να υγράνωσι τα βλέφαρά του μ' έν δάκρυ· αλλ' εδώ, όλος ο οίκτος όστις ήτο εντός Του κατεκυρίευσε την ανθρωπίνην ψυχήν Του, και ου μόνον έκλαυσεν, αλλ' ερράγη εις πάθος σχετλιασμού, εν ώ η φωνή πνιγομένη εφαίνετο παλαίουσα ίνα εξέλθη.

Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω.

Και αφού παρήλθεν ώρα αρκετή, πόση δεν είξευρεν, αλλά «μία ώρα, μια ωρίτσα», του εφάνη ν' ακούση βρόντον, είτα συγκεχυμένας κραυγάς, είτα πάλιν συριγμούς οξείς και φοβερόν ροίβδον, είτα τον ρόχθον του κύματος, όστις τα συνεκάλυπτεν όλα και τον οξύν γογγυσμόν του ανέμου, όστις τα έπνιγεν όλα.

Αλλ' όμως η έκφρασις της αποδοκιμασίας ταύτης απέσπασεν από της καρδίας του λαού τον βαθύν γογγυσμόν της αποδοκιμασίας των, Χ α λ η λ ά!

Συνείθιζε δε εις την οδόν, ότε έβλεπε μακρόθεν προσερχόμενον διαβάτην, να αρχίζη συχνόν και παρατεταμένον γογγυσμόν, όστις έπαυεν ευθύς ως ο διαβάτης παρήρχετο. Η τοιαύτη γραία, οσάκις συνήντα την Αϊμάν, αν μάλιστα ετύγχανεν επιστρέφουσα εξ αποτυχούσης επιδρομής, οίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω, εξέσπα κατά της αθώας νεανίδος πάσαν την οργήν και την λύσσαν της αποτυχίας, ως να της έπταιεν αυτή τίποτε.

Αν εγύρισε τώρα και απεστράφη τούτο τα ταξείδι, ουδέ θέλει να το κάμη πλέον, θε να τον σπρώξω εγώ να επιχειρήση αγώνα κάποιον, 'πού ωρίμασεν ο νους μου, και όπου θαύρη τον εξολοθρευμόν του αφεύκτως, και ουδέ χείλος γογγυσμόν θε να βγάλη διά τον θάνατόν του, και το μηχάνημα ποσώς δεν θα νοήση μήτε η μητέρα, και θα ειπή πώς πταί' η Τύχη.

Και ο ίππος με την εξαιρετικήν οξυδέρκειαν την οποίαν έχουν τα ζώα, θα τα έβλεπε τόρα αυτά και ήθελε να οπισθοχωρήση. Ο ζωέμπορος εσταυροκοπήθη δις και τρις ψιθυρίζων μέσα του προσευχήν κ' έστρεψε τον ίππον να φύγη ησύχως. Αίφνης όμως ήκουσε γογγυσμόν και φωνήν ανθρωπίνην, ερχομένην ασθενώς μέσ' από τα φυλλώματα και ζητούσαν βοήθειαν.