United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά κ' εγώ αυτός ησθανόμην ότι δεν ευρίσκομαι εντός αρμοδίου ατμοσφαίρας. Δεν ήμην εις το στοιχείον μου εκεί.

Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη! . . . « . . . Την νύκτα εκείνην είχον αναβή και πάλιν εις το βουνόν διά να συναντήσω την εξαδέλφην Μαχούλαν. Την αλήθειαν να είπω, δεν ήξευρα μετά βεβαιότητος ότι έμελλον να την συναντήσω, αλλ' ηλαυνόμην από το πάθος, έφερα τα βήματά μου εις προσκύνησιν, και ησθανόμην την ανάγκην ν' αναζωπυρήσω αρχαίας αναμνήσεις.

Ησθανόμην την πυκνότητα της νυκτός να με βαρύνη και να με πνίγη. Η ατμόσφαιρα ήτο απελπιστικώς βαρεία. Έμεινα ξαπλωμένος χωρίς να κινηθώ και έθεσα εις ενέργειαν όλας τας δυνάμεις του νου μου. Ανεπόλησα τας διαφόρους μεθόδους των ιερεξεταστών και από το σημείον τούτο προσπαθούσα να εξαγάγω ποια μπορούσε να είναι η παρούσα κατάστασίς μου.

Ολίγα λεπτά ακόμη, αφού η έμμονος ιδέα κατίσχυσεν, έμεινα χωρίς να κινηθώ. Διατί; Δεν ησθανόμην ακόμη το θάρρος, δεν ετόλμων να κάμω την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μία απελπισίαμία απελπισία χωρίς προηγούμενονμε ηνάγκαζε να θέσω τέλος εις την μακράν μου αναποφασιστικότητα, να σηκώσω τα βαρειά καλύμματα των ματιών μου. Τα εσήκωσα. Ήταν σκοτάδι, θεοσκόταδο.

Δεν εφαίνετο κουρασμένος εκείνος, αλλ' έμενε πάντοτε τελευταίος. Μη μου τον έταξε και αυτόν ο καπετάνιος επίτηδες ως επίκουρον, — υπάσπιστήν του υπασπιστού! Καθόσον ανέβαινα, ησθανόμην τας δυνάμεις μου εκλειπούσας. Μετά την κακοπάθειαν της νυκτός είχα ήδη περιπατήσει επί τέσσαρας ώρας.

Και ο μεν Άρπαγος ουδέν είπε μη αληθές, ο δε Αστυάγης, κρύπτων τον θυμόν του, διηγήθη εις τον Άρπαγον όσα ήκουσεν από τον βουκόλον, έπειτα δε ετελείωσε λέγων· «Αφού το παιδίον υπάρχει, όλα έχουσι καλώς, διότι πολύ είχον λυπηθή δι' εκείνο το οποίον ενόμισα καθήκον μου να πράξω προς το παιδίον εκείνο, και μεγάλην ησθανόμην αμηχανίαν εκτεθείς εις τας υποψίας της θυγατρός μου.

Ερωτώ: — Δεν τρομάζεις συ, ακολουθών την οδόν ταύτην; — Κατ' αρχάς ετρόμαξα, αλλ' εις έκαστον επί τα πρόσω βήμα μου, ησθανόμην ότι προσετίθεντο εις τα νεύρα μου νέαι δυνάμεις. Άλλως τε, ποίος μου είπε να τρομάξω; Και εσκέφθην: οδός πεπατημένη κάπου οδηγεί. Λοιπόν εμπρός. Όμως ιδέ την ατραπόν εκείνην, την γεμάτην από αίματα· ακούεις κραυγάς; πρόσεξε μη απατηθής και πλησιάσης.

Επέμενα τόσον πολύ εις αυτάς τας ανοήτους λεπτομερείας, ώστε τα δόντια μου συνεκρούοντο. Και ολοέν κατήρχετο κανονικώτατα. Ησθανόμην υπερβολικήν ευχαρίστησιν να υπολογίζω την αναλογίαν μεταξύ της ταχύτητός του εκ των άνω προς τα κάτω και της πλαγίας τοιαύτης. Δεξιά-αριστερά, φεύγει ξανάρχεται με τα βελουδένια βήματα τίγρεως, ενώ αφ' ετέρου ο οξύς και βραχνώδης κρότος του διεπέρα την καρδίαν μου.

Καθ' όλην την ημέραν ησθανόμην αμύθητον αγαλλίασιν, κυττάζων την εξαισίαν αυτήν του Αιγαίου σκηνογραφίαν.

Και τι να είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου. Επί τέλους απεκοιμήθην. Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με τον δάκτυλον επί των χειλέων. — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!