United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις όλες εβδομάδες ηρχόμουν πρωί και βράδυ εις το χρηματιστήριο να να ιδώ τι τρέχει. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν κουδούνι και προτού να σηκώσω τα μάτια εις τον πίνακα έκαμνα το σταυρό μου και έταζα κερί εις όλους τους αγίους, να με αξιώσουν να ιδώ σημειωμένη καλλίτερη τιμή. Τίποτις όμως δεν ωφελούσεν.

Ολίγα λεπτά ακόμη, αφού η έμμονος ιδέα κατίσχυσεν, έμεινα χωρίς να κινηθώ. Διατί; Δεν ησθανόμην ακόμη το θάρρος, δεν ετόλμων να κάμω την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μία απελπισίαμία απελπισία χωρίς προηγούμενονμε ηνάγκαζε να θέσω τέλος εις την μακράν μου αναποφασιστικότητα, να σηκώσω τα βαρειά καλύμματα των ματιών μου. Τα εσήκωσα. Ήταν σκοτάδι, θεοσκόταδο.

Κανένα φαγεί δεν του άρεζε. Σα να μισοθύμωνε και μαζί μου, που του έδειχτα το ενάντιο με την όρεξή μου. Είταν και πατριώτης ο Σιορ Θοδωράκης. Μια φορά, — του Βαγγελισμού, — μου ήρθε να σηκώσω το ποτήρι στο τραπέζι μουρμουρίζοντας ένα στίχο της αθάνατής μας ωδής. Πήγε να χαλάση ο κόσμος!

Ή ένα καλάμι άχρηστο έχω ή μίαν λόγχην την οποίαν δεν μπορώ να σηκώσω, είναι για μένα το ίδιο. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να ανεβής σε μια υψηλή σφαίρα, και να μένης ακίνητος, είναι το ίδιο ως να βλέπης δυο τρύπες εις την θέσιν των ματιών, πράγμα που ασχημίζει τρομερά το πρόσωπον. Ιδού πώς γίνεται, Καίσαρ.

Οι ναύτες όλοι στην πλώρη συναγμένοι είχαν εμπλεχθή χεροπόδαρα και άλλος ετριβόταν στη ράχη του ενός, άλλος έβανε στα σκέλια του άλλου το κεφάλι, άλλοι επάλαιβαν, άλλοι εκυνηγούνταν. Το σώμα τους μαθημένο στην ενέργεια δεν ημπορούσε να μείνη τόρα στην ακινησία. Είδα πως ο Ανέστης είχε διάθεσι και ηθέλησα να τον σηκώσω αποκεί. — Έλα, του λέγω, ν' ανοίξουμε τα πανιά να λιαστούν σήμερα.

Αλλά Εκείνος π' οδηγεί το σκάφος της ζωής μου ας του πρυμνίζη τ' άρμενα! Εμπρός, καλοί μου φίλοι. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Βαρέσατε τα τύμπανα! Αίθουσα εν τη, οικία του Καπουλέτου. Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Πού είναι ο Τηγανάς, και δεν έρχεται να σηκώσω- μεν τα πράγματα; Που να σαλεύση πινάκι αυτός! Που να καθαρίση πινάκι!

Ως τόσον, ό,τι λογής επιμέλειαν και προσοχήν είχα εις το να λέγω εκείνην την προσευχήν, που με έκανε να στέκωμαι ασφαλής, δεν ημπόρεσα όλως να υποφέρω που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου εις ένα αλαλαγμόν φωνών, που ήκουσα εις τον αέρα· και έλαβα την αφροσύνην να σηκώσω το δέμα από τους οφθαλμούς μου διά να ιδώ τι ήτον.

Με πέντε λεπτά τα χορταίνεις σε κάθε εφημερίδα. — Με τη διαφορά, απήντησεν αποτόμως, ότι ηκολούθησαν της κόρης μου, και δεν είνε για μένα το ίδιο. Την εφύλαγαν εκεί κοντά εις το τμήμα της Βάθειας. Έτρεξα να την σηκώσω στην αγκαλιά μου και να την πάω της μάννας της.

Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Κύριε ξιφομάχε, θα σας μάθω εγώ το επάγγελμά σας. Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Δε δίνω έναν παρά για την απαλή του κίνησι και για την τρίτη του και για την τετάρτη του. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αι! κύριε καθηγητά της ξιφομαχίας! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! κύριε χοροδιδάσκαλε! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΞΙΦΟΜΑΣΚΙΑΣ Αν ορμήσω κατ' επάνω σου... Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Αν σηκώσω το χέρι μου...

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να, ένας ωραίος επικήδειος. ΜΠΕΛΙΝΑ Πρέπει, Τουανέττα, να με βοηθήσης στα σχέδια μου· θα σ' ανταμείψω· αυτό να το ξαίρης. Αφού, για την καλή μας τύχη, κανείς ακόμα δεν τώμαθε, ας τον πάμε στο κρεββάτι του κι' ας κρατήσωμε μυστικό το θάνατό του ως που να τελειώσω εγώ τη δουλειά μου. Υπάρχουν χαρτιά, υπάρχουν χρήματα, που θα τα σηκώσω, εννοείς, όλα.