Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Αν δεν μ' έχει ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλλίτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα. Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν. — Ό,τι κι' αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως.

Από αρρώστεια σε αρρώστεια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ' την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμισυ χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον Γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κ' εγώ στον Γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κ' εγώ.

Να σηκώσω την κουρτίνα και να περάσω από πίσω! αυτό είναι όλο: Και γιατί να διστάζω και να φοβούμαι; Γιατί δεν ξέρει κανείς τι θα βρη από πίσω και γιατί δεν ξαναγυρίζει: Και ακόμη, επειδή είναι ιδιότης του πνεύματός μας, να υποθέτωμε το χάος και το σκότος εκεί που δεν γνωρίζομε τίποτε βέβαιο

Και λοιπόν λέγομεν ότι τον θησαυρόν πρώτον τον οποίον απεθήκευσε κανείς ως κειμήλιον διά τον εαυτόν του και τους ιδικούς του, αν δεν είναι από τους ιδικούς μου προπάτορας, τότε ούτε να τον εύρω θα ευχηθώ, ούτε, αν τον εύρω, θα τον μετακινήσω, ούτε πάλιν θα τον ανακοινώσω εις τους λεγομένους μάντεις, οι οποίοι οπωσδήποτε θα με συμβουλεύσουν να σηκώσω το αποθηκευμένον εις την γην.

Τώρα καιρός είνε να σου σηκώσω το βάρος, παπά μου. Θα γυρίσω στο νησί! είπε. — Τι να κάνης στο νησί; τη ρώτησε φλομωμένος ο παπάς. — Αυτό το ξέρω εγώ και η Μοίρα μου! είπε η Ταρσίτσα καταπίνοντας τα δάκρυά της. Είνε κι' άλλες απελπισμένες, με τη μαύρη τη μανδήλα, στην Υπαπαντή. Σηκώθηκε και τράβηξε στην κάμαρή της, κρατώντας τον τοίχο να μην πέση.

Πιστεύω ότι θα εύρης και συ όσα κ' εγώ, Απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Αλλά δεν ημπορώ να σε σηκώσω απ’ εδώ έως εκεί, διότι είσαι πολύ βαρύς. Αν αγαπάς, πήγαινε εις την γέφυραν, χώσου εις τον σάκκον και έρχομαι να σε κρημνίσω εις τον ποταμόν με μεγάλην ευχαρίστησιν. — Αν όμως δεν εύρω ζώα του νερού, θα σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. — Καλά, καλά· μη θυμώνης!

Δε βλέπεις που δε μπορώ να σηκώσω την αξίνα. — Έτσι το λες πάσα χρόνο· μα το σκάψαμε και φέτο τ' αμπελάκι μας. — Το σκάψαμε μα ποιος θαν το τρύγηση; Σήμεραγι άκουσε να ιδήςΚατά πως βάρεσα την αξίνα πιάστηκε για καλά. Ρίζα ηύρε, λιθάρι, δεν ξέρω· μα πιάστηκε. Κάνω να την τραβήξω, δίνωδίνω· ναι! «Έλα δω» με τράβαγε. Θυμώνω· μα θυμώνει κ' εκείνη. Τραβάω γω, τραβάει κ' εκείνη.

Εγώ ήρθα ξαργούγια να σε σηκώσω ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον ·Άι-Λια, να σε μεταλάβω, κορίτσι μου . . . — Κ' εμένα, κ' εμένα! έκραξεν ο Μανώλης. — Κ' εσένα, μικρέ μου . . . — Θα έχη λειτουργιά αύριο στον Άι-Λια; ηρώτησε λησμονήσασα προς στιγμήν την ανησυχίαν της η Αφέντρα.

Νομίζω όμως πως ακόμα δεν ήρθε φυσικά η ώρα του. Δηλαδή τι κάνω; Αφίνω την Ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία να σκουληκιάζει για την ώρα, αφού δεν έχει αρκετή βιομηχανία για να γεννήσει προλετάριους, και παίρνω το λαό του δούλου Ελληνισμού, και προσπαθώ να τον σηκώσω κατεπάνω στους «τυράννους», όποιοι και αν είναι.

Μ' έκαμαν να δείρω τα παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέριτη γυναίκα μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ' εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη φοράτη ζωή μου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν