Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Αν δεν μ' έχει ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλλίτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα. Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν. — Ό,τι κι' αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως.

Και μου εφάνη τώρα ο Πρωταγόρας ότι είχε θυμώση και εστενοχωρείτο και προκλητικώς ητοιμάσθη ν' αποκρίνεται· επειδή τον έβλεπα εις τοιαύτην κατάστασιν, μετά προφυλάξεως τον ηρώτησα ως εξής αταράχως: Σωκράτης Τι από τα δύο, είπον εγώ, λέγεις αγαθά, Πρωταγόρα· εκείνα, τα οποία εις κανένα από τους ανθρώπους δεν είναι ωφέλιμα, ή εκείνα τα οποία δεν είναι διόλου ωφέλιμα; Και εκείνα που είναι τοιαύτα συ τα ονομάζεις αγαθά;

Ιδίως όμως εστενοχωρείτο το Πάσχα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ότε η ευλογημένη η Κρατήρα δεν έκαμνε νισάφι. — Τι τα θέλ' ς, καϋμένη, τόσα πολλά; τα παιδιά έχεις;

Εστενοχωρείτο κάπως, αλλ' ήτο ευχαριστημένος. Το πλήθος εκείνο όπερ τον περιεκύκλου, ο συμμιγής των φωνών του θόρυβος, αι κραυγαί των παρερχομένων εφημεριδοπωλών, η τύρβη των αεικινήτων υπηρετών του καφενείου, ετάραττον μεν την ανάγνωσίν του, αλλά τον έτερπον ενδομύχως, διότι επλήρουν τας προσδοκίας του.

Δεν ήξευρεν εάν έζη ή, και αν έζη, οποία τύχη την ανέμενε και εστενοχωρείτο, διότι δεν ηδύνατο να της παράσχη βοήθειαν και καθώς ο άνθρωπος ο κυλιόμενος έκ τινος κρημνού, προσπαθεί να προσκολληθή εις παν το πρόστυχον, ούτω και ο Βινίκιος προσεκολλάτο εις κάθε σκέψιν και εις κάθε ιδέαν, ήτις όμως μετ' ολίγον του εφαίνετο απραγματοποίητος.

Εστενοχωρείτο απιστεύτως και υπέφερε φοβερά από τον καύσωνα.

Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι' ο μπάρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσσα κ' έπνιγε μέσα του υποτονθυρίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο!

Ότε ανήλθεν εις την οικίαν του, εύρε το πρόγευμα έτοιμον, την δε Φλουρούν ανησυχούσαν διά την όλως ασυνήθη βραδύτητά του. Αι δώδεκα είχον σημάνει προ είκοσι λεπτών! Επείνα ο Κ. Πλατέας και έφαγε με όρεξιν. Εν τούτοις ο νους του ήτο πλήρης σκέψεων και ανησυχιών. Ησθάνετο δε την ανάγκην να ομιλή περί αυτών και εστενοχωρείτο μη έχων προς τίνα να ομιλήση.

Χωρίς παιδιά — η Κρατήρα, ήτο στείρα η ταλαίπωρος, — με τόσα κτήματα, αφειδώς δαπανών διά να τα καλλιεργή και να τα αυξάνη, εστενοχωρείτο τας καλάς ημέρας να βλέπη την γυναίκα του ζυμόνουσαν πολλά και μεγάλα ψωμία εξ αλεύρου της φάμπρικας, ενώ αι αποθήκαι του μπάρμα-Σταύρου έγεμον σίτου εγχωρίου.

Η τοιαύτη διαγωγή του εφαίνετο ήδη αδικαιολόγητος, ασύγγνωστος! Ηδύνατο τουλάχιστον και εχρεώστει να μεταχειρισθη άλλην γλώσσαν προς τον σωτήρα του, αντί να τον δυσαρεστήση τοιουτοτρόπως. Όσον εσκέπτετο ταύτα ο Κ. Πλατέας, τόσον εστενοχωρείτο. Το αίμα άνέβαινεν εις τας παρειάς του και ανετρέπετο η σειρά των φιλοσοφημάτων του.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν