United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων είπε : «Δόξα σοι ο Θεός!», ο έμπορος ενθυμήθη τα δερματοτύρια κ' εστέναξε, και ο νέος εμάσσα τας λέξεις του και κατέπινε τους γογγυσμούς του, ενθυμούμενος τον λευκόν εκείνον φλώκον τον εκ καινουργούς αμερικανικού πανίου, τον οποίον είχε ράψει ο ίδιος με τας χείρας του προ πέντε ημερών. Το φως, σημειούν καλύβην χωρικού εκεί κατοικούντος, εφαίνετο όχι πολύ απέχον, ως ήμισυ μίλιον.

Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι' ο μπάρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσσα κ' έπνιγε μέσα του υποτονθυρίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο!

Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί. Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Πού ήσουν αδελφή μου; Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χοίρους έσφαζα. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Συ, αδελφή, πού ήσουν; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Μία ναύτισσα εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. — Δος μου, λέγω της. — Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!