United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' οι φορείς εσταμάτησαν μόνον διά να καλύψουν το πρόσωπόν των και το στόμα διά πανιού και να προφυλαχθώσιν ούτω από την δυσωδίαν, ήτις πέριξ της οστεοθήκης του κοιμητηρίου, ήτο ανυπόφορος· μετ' ολίγον ανέλαβον τα φορεία και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Έν μόνον φέρετρον εστάθη απέναντι του μικρού ναού.

Άπαντες οι Αθηναίοι εθαύμασαν και ηγάπησαν τον νέον Θησέα διά την γενναίαν αυτήν πρότασίν του· ο δε Αιγεύς, ότε είδε τον υιόν του σταθερόν εις την επικίνδυνον αλλά φιλάνθρωπον απόφασίν του, ευχηθείς εις αυτόν επιτυχίαν, τον παρήγγειλεν, αν επανέλθη ζων εκ της Κρήτης, αντί του μαύρου πανίου, το οποίον είχε πάντοτε το πλοίον το φέρον τα θύματα, να υψώση πανίον λευκόν, ως σημείον της σωτηρίας των.

Τα κύματα εξαγριούνται σχάζοντα ως να καχλάζωσιν επί πυράς ηφαιστείου, και, το κινδυνωδέστερον, είνε ανάγκη τώρα να παρακάμψωσι μίαν πλήρη υφάλων άκραν, όπισθεν της οποίας έκειτο το Μετόχιον της Μονής. Τότε εις τας περιπλόκους αυτάς στιγμάς, ο Μανώλης, λησμονήσας να λασκάρη την σκόταν του πανίου, εδέχθη όλην την ορμήν του ανέμου, όστις το διέρρηξεν εις δύο, άχρηστον πλέον ράκος.

Ο Θησεύς, φθάσας εις Κρήτην, εφόνευσεν ευτυχώς τον Μινώταυρον, και επανήλθε σώος εις τας Αθήνας μετά των διασωθέντων και ευγνωμονούντων συντρόφων του. Αλλ' εν τω μέσω της χαράς των λησμονούν να υψώσωσι το λευκόν αντί του μαύρου πανίου. Ιδών δε τούτο μακρόθεν ο Αιγεύς, και νομίσας ότι ο υιός του εχάθη, έπεσε και επνίγη εις την θάλασσαν, ήτις έκτοτε ωνομάσθη Αιγαίον Πέλαγος .

Αλλ' αντ' αυτής όμως ποίαΘεέ και Κύριε! — είνε η φοβερά εκείνη κραυγή, η σχίζουσα τα ώτα ως μελωδικόν κορύφωμα νεοβαγνερικής μουσικής, και καλύπτουσα τον κυλιόμενον πάταγον των τροχών παρελαύνοντος αμαξίου; Είνε σάλπισμα δαίμονος κρυολογημένου, ή απαίσιος ήχος σχιζομένου πανίου; είνε ροκάνας υπερμεγέθους κρωγμός ή υλακή θηρίου τινός της Αποκαλύψεως; Είνε ζώου μυκηθμός ή παράφρονος άναρθρος κραυγή;

Δύο-τρεις καλύβαι εδώ, πεντέξ παρέκει, δεκάς οικίσκων αλλαχού. Επί των λοφίσκων, επί της ακτής. Ιδού έν μεγαλείτερον παρά το κύμα. Μικροκάικα πολλά σαλεύουν εγγύς της άμμου ως να παίζουν μετ' αυτής. Και άλλα πάλιν καϊκάκια με τα λευκά πανάκια των πηγαίνουν ν' αράξουν. Ένα τσερνίκι, φορτωμένον «ως τα μπούνια» με τα εκ πανίου παραπέτα, πετά σχεδόν ως θαλασσοπούλι με τον μακρύν λαιμόν του κατάμαυρον.

ΛΑΕΡΤΗΣ Μη με φοβήσαι. — Αργοπορώ· πλην ο πατέρας έρχετ'· ευχή διπλή διπλήν την χάριν έχει· δεύτερον ασπασμόν η τύχη μας χαρίζει. Εισέρχεται ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Λαέρτη, ακόμη εδώ; 'Σ το πλοίο σου, 'ς το πλοίο! Κάθετ' ο άνεμοςτους ώμους του πανιού σου, και σε προσμένουν· λάβε πρώτα την ευχήν μου,

ΙΩΝ Τι είνε; πράματα πολλά υφαίνουνε η παρθένες, ΚΡΕΟΥΣΑ Είν' άβολο, και φαίνεται του αργαλιού η σαγίτα. ΙΩΝ Μ' αυτά δεν με γελάς εσύ• απάνω του τι έχει; ΚΡΕΟΥΣΑ Μέσ' στο στημόνι του πανιού Γοργόνα είν' υφασμένη. Ώ Ζευ! ποιά μοίρα μου λοιπόν με κυνηγάει τόσο! ΚΡΕΟΥΣΑ Και έχει φείδια γύρωθε στο σχήμα της αιγίδος. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ! το πανί που ύφανα σαν ήμουνα παρθένα!

Εις μάτην η πτωχή μήτηρ την ημέραν του Ευαγγελισμού εισήρχετο εις τον ναόν, φέρουσα εν τοις κόλποις της εντός μανδηλίου τον μικροσκοπικόν σπόρον του βόμβυκος, όστις λειτουργηθείς ούτως ετίθετο μετά ταύτα εγγύς της πυράς, ηυλογημένος, ίνα ανοίξη επί απαλού πανιού κ' εμφανισθή ο σκωληκίσκος, η μέλλουσα μεταξωτή χαρά της παρθένου.

Εκείναι όμως ιδούσαι τέσσαρα στασίδια κενά όπισθεν του παγκαρίου εισήλθον πάραυτα και τα κατέλαβον μειδιώσαι και αι τέσσαρες. Και ανοίξασαι πάραυτα τέσσαρα εκ κοινού χρωματιστού πανίου ριπίδια ήρχισαν ν' αερίζωνται, βλέπουσαι εδώ κ' εκεί ως εάν εισήλθον εις θέατρον. Ο κυρ-Μανωλάκης ιδών παρ' ελπίδα ότι αι ξέναι κυρίαι ετοποθετήθησαν οριστικώς εκεί, κατελήφθη υπό της συνήθους νευρικής ταραχής του.