United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να βδελύττεσαι και να φοβήσαι ολιγώτερον τον αχρείον, που είνε και δεν φαίνεται, από τον αχρείον, που είνε και φαίνεται. Θαύμαζε τους καλούς τρόπους, αλλά μη τους εμπιστεύεσαι πάντοτε· εις το τρυφερώτερον πόδι απαντώνται συνήθως οι σκληρότεροι κάλοι.

Παρακαλώ, τα δάκτυλά σου μάκρυνε απ' τον λαιμόν μου· αν κ' εγώ δεν είμαι αράθυμος και προπετής, αλλ' όμως κάτι επικίνδυνον έχω, 'πού σε συμβουλεύω, αν είσαι συνετός, να το φοβήσαι. Κάτω το χέρι σου! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χωρίστε τους. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, Αμλέτε! ΟΛΟΙ Ω Κύριοί μου, — ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριέ μου, να ησυχάσης. ΑΜΛΕΤΟΣ Και πώς; εις τούτον τον αγώνα θα παλαίσω εγώ μ' αυτόν όσο κινώ τα βλέφαρά μου.

Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείςτην γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μη φοβήσαι' ό,τ' είπες εγώ θα κάμω· αποτραβίξου, τον ακούω που έρχεται. Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ αποσύρεται οπίσω από την αυλαίαν. Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Λοιπόν, μητέρα, τι με θέλεις; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τον πατέρα σου, Αμλέτε, πλήγωσεςτα σπλάχνα. ΑΜΛΕΤΟΣ Τον πατέρα μου, ω μάννα, επλήγωσεςτα σπλάχνα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλ', απαντάς με γλώσσαν 'πού δεν έχει ουσίαν.

Και το σπουδαιότερον είνε ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να υποπτεύης και τους φιλτάτους σου και να φοβήσαι πάντοτε ότι κάποιος μέγας κίνδυνος θα σου έλθη εξ αυτών, διότι γνωρίζεις βασιλείς τους οποίους εδηλητηρίασαν τα παιδιά των ή το πρόσωπον το οποίον ερωτεύοντο και φοβείσαι μήπως αποθάνης κατά τον αυτόν τρόπον. ΜΙΚ. Αλήθεια είνε φοβερά αυτά που λες, κυρ πετεινέ.

Περιμένεις εδώ, να υπάγω αντικρύ να αγοράσω ψωμί; — Περιμένω, είπεν η Αϊμά. Εις τον Πρωτόγυφτον επήλθεν η ιδέα ότι η Αϊμά ηδύνατο ευκόλως να φύγη, αν την άφηνε μόνην. Μεταμεληθείς λοιπόν είπε·Ειμπορεί να φοβήσαι να σ' αφήσω μοναχήν. Καλλίτερα να έλθης μαζή μου. Αυτοί οι χωριάταις δεν μας γνωρίζουν. Πάμε μαζή; — Πάμε, είπε μετ' αδιαφορίας η Αϊμά.

ΜΑΚΒΕΘ Είμαι ο Μάκβεθ! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Να μου 'προφέρη όνομα κι' ο Σατανάς δεν έχει που να μισώ όσον αυτό! ΜΑΚΒΕΘ Και τόσον να φοβήσαι. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ψεύδεσαι, τύραννε φρικτέ! Θα σ' αποδείξω ψεύστην με το σπαθί οπού κρατώ! Σ' εγέννησε γυναίκα! Γελώ τον κίνδυνον, σπαθί δεν με τρομάζει, όχι, γέννημ' αν ήναι γυναικός όποιοςτο χέρι τώχει.

Διότι δεν επερνούσε πλέον η μπογιά των. Αλλά διά τρόπου αξιοπρεπούς και οι δύο. — Καλά, κυρά, είπε μίαν ημέραν ο δανειστής με γλυκύτερον ύφος. Ησύχασε. Αργότερα πάλι βλέπομεν. Ούτε εγώ να αδικηθώ, ούτε συ. — Έχεις δίκαιον, κυρά Ζωίτσα, είπε και ο δικολάβος μετά θριαμβευτικής ευφραδείας. Ηύρα το άρθρον του νόμου. Μα εκοπίασα πολύ. Μη φοβήσαι. Η προιξ δεν κατάσχεται.

ΑΜΛΕΤΟΣ Βεβαιότατα, και όποιο άλλο θέαμα και αν του παραστή- σης· μη φοβήσαι συ να του το παραστήσης και αυτός δεν θα φοβηθή να σου ειπή τι δηλοί. ΟΦΗΛΙΑ Είσαι άνοστος, είσαι άνοστος· θα προσέχω εις το δράμα. ΑΜΛΕΤΟΣ Πρόλογος είναι αυτός ή στίχοι δι' αρραβώνα; ΟΦΗΛΙΑ Είναι σύντομος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όσο γυναικός αγάπη. Εισέρχονται δύο ηθοποιοί ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν. Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό παραλόγου τρόμου. Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του. — Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή.