Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Εμβαρκάρισαν και οι τρεις, από την παλαιάν ξυλίνην θαλασσοφαγωμένην αποβάθραν, κάτω από το κυματόπληκτον σπιτάκι της Μορφούλαινας, ο Καλούμπας, ο Νειόγαμπρος κι' ο Μπαμπούκος. Το παλαιόν θαλασσόπληκτον σπιτάκι είχε δοθή ένα καιρόν ως προιξ εις την Μορφούλαιναν, ακολούθως είχε μεταβή ως κληρονομία εις την θυγατέρα της και τέλος είχε δοθή εις την θυγατέρα της θυγατρός της.

Ο Στάθης υπεσχέθη να γηροκομήση τους γονείς του, αλλ' ουδέποτε επείσθη να δώση το «πανωπροίκι» εις τον γαμβρόν. Είχεν εύρει τώρα και άλλο επιχείρημα, ότι και ο άλλος γαμβρός, ο σύζυγος της πρεσβυτέρας αδελφής Μαργαρώς, ήγειρεν απαίτησιν, ζητών και αυτός «πανωπροίκια», επειδή η προιξ την οποίαν είχε λάβει αυτός ήτο πολύ ευτελεστέρα.

Λοιπόν ας μεταχειρισθώμεν ένα μύθον και ας υποθέσωμεν ότι μετεφέρετο αναπνέων ακόμη ο Πάτροκλος εις την σκηνήν του χωρίς όπλα, καθώς βεβαίως συνέπεσε εις πλείστους, εκείνα δε τα προηγούμενά του όπλα, τα οποία λέγει ο ποιητής ότι εδόθησαν από τους θεούς εις τον Πηλέα ως προιξ εις τον γάμον του με την Θέτιν, τα εκράτει ο Έκτωρ, τότε άραγε θα επετρέπετο εις όλους τους τότε κακούς να ονειδίζουν τον υιόν του Μενοιτίου διά την απόρριψιν των όπλων; Ακόμη δε και όσοι άλλοι ερρίφθησαν εις κρημνούς και έχασαν τα όπλα των, ή μέσα εις την θάλασσαν, ή από κακοκαιρίαν αποκλεισθέντες εις έν μέρος από την εξαφνικήν πλημμύραν πολλών ρευμάτων, ή όσα άλλα παρόμοια θα ημπορούσε κανείς να απαριθμήση, διά να παραστήση ως ευπρόσωπον έν κακόν ευκόλως συκοφαντούμενον.

Ούτω λοιπόν η θειά-Ζωίτσα μετά τον θάνατον του συζύγου της ευρέθη άνευ κινητής περιουσίας, με την ασήμαντον προίκα της, τας δύο θυγατέρας, και τας βαρβάρους ενοχλήσεις του δανειστού, ένεκα των οποίων πολλάκις ηναγκάσθη, με όλην την πεποίθησιν ην είχεν εις το δίκαιόν της, να καταφύγη εις την συμβουλήν του μόνου δικολάβου της κώμης, φέρουσα και μίαν παχείαν όρνιθα, ίνα ερωτήση αν πραγματικώς η προιξ δεν κατάσχεται.

Πολλάκις περιήρχετο και την ωραίαν άμπελον μετρών αυτήν κλήμα προς κλήμα, και πολλάκις ανεδίφησε τα κεκονιαμένα του συμβολαιογραφείου βιβλία ερωτών τον γέροντα διοπτροφόρον συμβολαιογράφον. — Να σ' πω. Έχουν καμμιάν αξίαν αυτά τα βιβλία; Σαν παληά μου φαίνονται. Και πάλιν επανελάμβανε προπετώς: — Να σ' πω, κύριε συμβολαιογράφε. Λέγει ο νόμος ότι η προιξ δεν κατάσχεται;

Διότι δεν επερνούσε πλέον η μπογιά των. Αλλά διά τρόπου αξιοπρεπούς και οι δύο. — Καλά, κυρά, είπε μίαν ημέραν ο δανειστής με γλυκύτερον ύφος. Ησύχασε. Αργότερα πάλι βλέπομεν. Ούτε εγώ να αδικηθώ, ούτε συ. — Έχεις δίκαιον, κυρά Ζωίτσα, είπε και ο δικολάβος μετά θριαμβευτικής ευφραδείας. Ηύρα το άρθρον του νόμου. Μα εκοπίασα πολύ. Μη φοβήσαι. Η προιξ δεν κατάσχεται.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν