United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν ας μεταχειρισθώμεν ένα μύθον και ας υποθέσωμεν ότι μετεφέρετο αναπνέων ακόμη ο Πάτροκλος εις την σκηνήν του χωρίς όπλα, καθώς βεβαίως συνέπεσε εις πλείστους, εκείνα δε τα προηγούμενά του όπλα, τα οποία λέγει ο ποιητής ότι εδόθησαν από τους θεούς εις τον Πηλέα ως προιξ εις τον γάμον του με την Θέτιν, τα εκράτει ο Έκτωρ, τότε άραγε θα επετρέπετο εις όλους τους τότε κακούς να ονειδίζουν τον υιόν του Μενοιτίου διά την απόρριψιν των όπλων; Ακόμη δε και όσοι άλλοι ερρίφθησαν εις κρημνούς και έχασαν τα όπλα των, ή μέσα εις την θάλασσαν, ή από κακοκαιρίαν αποκλεισθέντες εις έν μέρος από την εξαφνικήν πλημμύραν πολλών ρευμάτων, ή όσα άλλα παρόμοια θα ημπορούσε κανείς να απαριθμήση, διά να παραστήση ως ευπρόσωπον έν κακόν ευκόλως συκοφαντούμενον.

Εγώ δε, μολονότι εγεννήθηκα ελευθέρα από ελευθέρους γονείς, εν τούτοις εις την Ελλάδα έφθασα δούλη, δοθείσα ως δώρον εις τον νησιώτην Νεοπτόλεμον, διαλεγμένη ως το καλλίτερον γέρας από όλα τα τρωικά λάφυρα. Τώρα κατοικώ εις τα γειτονικά πεδία της Φθίας και της πόλεως των Φαρσάλων, όπου η θαλασσία Θέτις κατώκει μαζί με τον Πηλέα φεύγουσα μακρυά από τους ανθρώπους.

Και τη φοράδα τότε εφτύς θαν τούδινε όπως είπαν, 540 μα να! άξαφνα σηκώνεται, του γέρου ο γιος Νεστόρου και με το δίκιο του απαντάει και λέει αφτά τα λόγια «Θα γίνουμε από διο χωριά, γιε του Πηλέα, αν κάνεις τώρα ό,τι λεςκαι πρόσεχε σου λέω, θα μ' αδικήσειςτάχα γιατί είχαν ατυχιά τ' αμάξια κι' άλογά του 545 κι' αφτός είναι άξιος και καλός.

Μα δίχως φόβο απάντησε ο Έχτορας και τούπε 430 «Γιε του Πηλέα, εγώ παιδί δεν είμαι, και με λόγια δε με τρομάζεις, τι κι' εγώ το ίδιο αν θες κατέχω να σου μιλήσω προσβολές και να σου πω βλαστήμιες.

Αφτός με το σοφό του νου τους μίλησε έτσι κι' είπε «Γιε του Πηλέα, ας θες εγώ, του Δία αγαπημένε, να πω τ' Απόλλου το θυμό, του προφυλάχτη αφέντη, 75 καλά, στον λέω· όμως και συ ορκίσου μου και τάξε να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγο και κοντάρι. Κάποιος θαρρώ θα πειραχτεί που τους Αργίτες όλους τους ξεπερνάει σε δύναμη κι' ο λόγος του αγρικιέται.

Ωστόσο εκείνος κάθουνταν στα πλοία χολιασμένος ο γιος ο φτερουγόποδος του ξακουστού Πηλέα, δίχως σε προεστών βουλή ποτές του να ζυγώνει, 490 δίχως να πάει σε πόλεμο, μον τούλιωναν τα σπλάχνα πούμενε αφτού, και τις σφαγές ποθούσε και τις μάχες.

Και τότες πια οι Αργίτες όξω απ' τους χτύπους το νεκρό τραβούν ξαλαφρωμένοι και τον πλαγιάζουν σε ψαθί. Κι' οι φίλοι του θρηνώντας τον τριγυρνούν, και πίσω ο γιος περπάταε του Πηλέα κι' έχυνε δάκρια πύρινα, σαν είδε απάς στο ξύλο 235 στρωμένο κονταρόσφαχτο το μπιστεμένο βλάμη. Αχ ναι μ' αμάξια κι' άλογα τον έστειλε στη μάχη, μα δεν τ' αξιώθηκε να πει το καλώς ήρθες πάλι.

Πενήντα θάταν τα γοργά καράβια που στην Τροία οδήγαε του Πηλέα ο γιος με λαμνοκόπους μέσα 170 από πενήντα αντρόκαρδους. Και κάνοντάς τους λόχους διόρισε πέντε οπλαρχηγούς που τα πιστά τους είχε. 171

Αφτόν και του Πηλέα ο γιος στη δοξοδότρα μάχη να σμίξει δείλιαε, πούναι σου πολύ πιο παλικάρι. Μα άμε εσύ τώρα κάτσε εκεί με τους συντρόφους, κι' άλλο 115 κοντάρι εμείς του βγάζουμε ν' αγωνιστεί μαζί του. Κι' όσο κι' αν είναι ατρόμητος και φόνο δε χορταίνει, χαίροντας το πλεβρό θαρρώ θα γύρει, πρώτα αν σώσει γερός να φύγει απ' τη σφαγή κι' απ' το κονταροχτύπι

Χοιμάει και του Πηλέα ο γιος, κι' άγριο θυμό η ψυχή του γιόμισε, και στα στήθια ομπρός κρατούσε την ασπίδα, πλούμια γερή, κι' ανέμιζε ψηλά η ουρά στο κράνος π' αχτιδοβόλαε, κι' έπαιζαν χρυσά τα κρόσσα γύρω 315 που πλήθος κύκλω στην ουρά τάχε ο θεός κολλήσει.