United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε λόγου χάριν μίαν βρύσιν, όπου βράδυ βράδυ εμαζεύοντο η κοπελιές με τα σταμνιά των, βιαστικές, διότι τας εκάλουν εις τον εσπερινόν μία καμπάνα και δύο ή τρία σήμαντρα. Η καμπάνα εκείνη ήτο βέβαια του Αγίου Γεωργίου, που την είχαν κρεμασμένη σένα ξύλο, στην πόρτα δίπλα. Τώρα που εμεγάλωσε θα έφθανε κιαυτός να σημάνη.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Τριστάνος εσκότωσε τον Ύβαινο: βρωμερό ψέμμα. Τέτοιος ήρωας δε θάπλωνε το χέρι να σκοτώση τέτοιο σκυλλολόι. Ο Γκορνεβάλης τον εσκότωσε μ' ένα χοντρό ξύλο, που του κατάφερε στο κεφάλι το μαύρο αίμα τινάχτηκε κ' έτρεξε μέχρι τα κακοφτιαγμένα πόδια του. Ο Τριστάνος ξαναπήρε τη Βασίλισσα, η οποία δεν υποφέρει πεια καθόλου.

Μα και καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν τον νου στο ξύλο ούτε στον καιρό, παρά στην κουκουβάγια που δεν έπαυε να κλωθογυρίζη πετώντας πάντα ζερβόδεξα. Στην αρχή έβλεπε καθένας παράξενη την επιμονή του καπετάνιου να τα βάλη μ' ένα πουλί. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη, που είχε τις παλιές ιδέες, οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα σιγά ένας με τον άλλον, εξεχαστήκαμε ακολουθώντας το πέταγμά του.

Είπα τόνομα του Καρκαβίτσα. Πρέπει τώρα να πω και τόνομα του Παλαμά. Οπαδοί κ' οι δυο τους — ή μισοί οπαδοίτης μισής γλώσσας. Δεν τους ανάφερα πιο απάνω μαζί με τους άλλους, μα. . . ξύλο θέλουνε κ' οι δυο τους. Ίσως πάλε τους αξίζει μόνο μισό ξύλο.

Οι πόρτες, τα υποστυλώματα και το κάγκελο του μπαλκονιού ήταν φτιαγμένα από ξύλο λεπτοσκαλισμένο. Όλα όμως ήταν ετοιμόρροπα και το ξύλο σαρακοφαγωμένο, μαυρισμένο, λες και θα γινόταν σκόνη με το παραμικρό χτύπημα, σαν να το κομμάτιασε αόρατο τρυπάνι.

Πάγκοι από δουλεμένο ξύλο ακουμπούσαν στον τοίχο στις δυο πλευρές του μεγάλου τζακιού. Πίσω από τα κάγκελα του παραθυριού πρασίνιζε στο βάθος το βουνό.

Του ρουπακιού τα φύλλα Να πέσουν όλα καταγής, να μεταμορφωθούνε Να γένουν σάρκαις ζωνταναίς, και τάψυχο το ξύλο Να λάβη ανθρώπινη μορφή.

Συζητούσαμε ακατάπαυτα και τρώγαμε είκοσι χτυπιές με βούνευρο την ημέρα, όταναιτιώδης αλληλουχία& των γεγονότων του κόσμου τούτου σας έφερε στη γαλέρα μας, όπου μας ξαγοράσατε. Καλά λοιπόν, αγαπητέ μου Παγγλώσση, του ο Αγαθούλης, όταν σας κρεμάσανε, σας σκίζανε, σας τσακίζανε στο ξύλο και τραβούσατε κουπί στις γαλέρες, σκεφτόσαστε πάντα, πως όλα είνε άριστα σ' αυτό τον κόσμο;

ΕΡΜ. Θα γείνης αφορμή να φάω ξύλο• περί τούτου είμαι βέβαιος, αλλά τι να κάμω; Όταν ένας φίλος με παρακαλή τόσον επιμόνως, μπορώ ν' αποφύγω; Αλλά να ίδης όλα τα καθέκαστα ακριβώς είνε αδύνατον, Χάρων• διότι αυτό θ' απαιτούσε χρονοτριβήν πολλών ετών και εγώ έπειτα θα κηρυχθώ λιποτάκτης.

Α' ΑΝΗΡ Τώρα τα ίδια πράματα με τότε δεν υπάρχουνε• τότ' ήμαστε άρχοντες εμείς, τώρα γυναίκες άρχουνε. Β' ΑΝΗΡ Το κατ' εμέ, η μόνη μου γι' αυτές φροντίδα θάνε, μα το θεό της θάλασσας, να μη με κατουράνε! Α' ΑΝΗΡ Τι τσαμπουνάς δεν ξέρω• Δος μου το ξύλο εσύ, παιδί, τα πράματα να φέρω. . .