United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα που ήρθαν και οι θείες σου, θα παγώσει», είπε η Νατόλια, παίρνοντας την καφετιέρα από το κάνιστρο. «Έτσι, θα πιω κι εγώ λίγο.» «Οι θείες μου! Ξύλο που τους χρειάζεται! Κι σ’ εσένα μαζί μ’ αυτές! Εάν αδειάσουν όλο το σακούλι με τις αμαρτίες τους, σίγουρα θα βρεις νεκρό το αφεντικό σου από συγκοπή μέσα στο εξομολογητήριο….» «Τι γλώσσα! Φαίνεται πως σ’ έχει δαγκώσει η οχιά.

Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του· γροθιά στο κύμα που εκαβαλίκευε το ξύλο, έγδυνε το κατάστρωμα κουρσάρος ακαταγώνιστος. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στυλέτο· πάλι το έρριξε κάτω νεκρό. — Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω. Άξαφνα όμως ο Γιώργης ετινάχθηκε ολόρθος κ' έπεσεν απάνω στο τιμόνι με όλη του τη δύναμι.

Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου, επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του· είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω. — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το γιούσουρι; — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο.

Εσφούγκισε τα φλογισμένα χείλη της με το μαντήλι. Ακούμπησε το δεξή της άγκωνα πίσω στο ξύλο της καρέκλας. Εστήλωσε το κεφάλι της στην απαλάμη απάνω. Εξερόβηξε. Τα όργανα άρχισαν το &Μέμο& τόρα. Άπλωσε μια ματιά κάτω. Εσήκωσε ολάνοιχτα τα μεγάλα της ψιχαλιστά μάτια στη στέγη απάνω, σα να ζητούσε κάτι κει ψηλά. Έκλεισε μεμιάς ηδονικά, εκφραστικά τα βλέφαρα. Σιγά, απαλά, μυστικά, νανουριστά, άρχισε.

Οι γυναίκες μόλις βγήκαν από την εκκλησία σκόρπισαν εδώ κι εκεί, σιωπηλές σαν φαντάσματα, και απλώθηκε πάλι η μοναξιά και η σιωπή γύρω από το σπίτι των Πιντόρ. Η ντόνα Έστερ πλησίασε στο πηγάδι για να στηρίξει μ’ ένα ξύλο μια γαριφαλιά, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και έκλεισε τα πορτοπαράθυρα.

Ήταν αρκετά εύκολο στις αμμοσκεπασμένες πεδιάδες του ανεμόδαρτου Ιλίου να πετά κανείς τη σκαλισμένη σαΐτα από το έγχρωμο τόξο ή να ρίχνη απάνω σε ασπίδα από βωδινό πετσί και φλογόθωρο χαλκό το μακρύ κοντάρι με την από ξύλο μελίας λαβή.

Όλων τας γνώμας λέγε σπουδαίας και σοφάς, την προσωπίδα σχίζε παντού της αρετής, κι' αν θέλης του μπαμπά σου το ξύλο να μη φας, ποτέ μη σου καπνίση να γίνης ποιητής. Μα όλ' αυτά που είπα επήγαν 'στα χαμένα· το πλάσμα μου ανήκεν εις το ωραίον φύλον . . . Ω κόρη μου, και τώρα τι να ειπώ για σένα; σ' εύχομαι πλούτον κάλλους κι' εκατοντάδα φίλων.

ΛΗΡ Διότι δεν είναι οκτώ; ΓΕΛΩΤ. Εύγε σου! Τι καλόν τρελλόν θα έκαμνες! Να το πάρη, λέγει, διά της βίας! Τέρας αχαριστίας! ΓΕΛΩΤ. Αν σε είχα τρελλόν μου, παππού, θα σου έδιδα ξύλο, διότι εγήρασες πριν της ώρας σου. ΛΗΡ Πώς τούτο; ΓΕΛΩΤ. Πρώτα έπρεπε να βάλης γνώσιν, και ύστερα να γηράσης. ΛΗΡ Να μη μου φύγη, ω θεοί, ο νους! Να μη μου φύγη! Ω! δότε μου υπομονήν! Να τρελλαθώ δεν θέλω! ΛΗΡ Τα άλογα;

Κεγώ που πίστευα πως ο ίδιος ο δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα μου ανατριχίλλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθή κιο δαίμονας αντί νάβγη, κορόιδευε. Ήτο από τα πειο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κιαφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελλό, κεπίστευαν πως έδερναν το διάβολο.

Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές: — Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις; Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας.