United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά την εξομολόγηση του Τζατσίντο ανησυχούσε όταν έβλεπε τον ντον Πρέντου∙ του φαινόταν πιο ειρωνικός από το συνηθισμένο. Ένα απόβραδο τον περίμενε πλάι στην αιμασιά, και του είπε: «Ντον Πρέντου, πείτε μου, είδατε το μικρό μου αφεντικό; Ένα βράδυ ήρθε εδώ και είχε πυρετό και τώρα ανησυχώ για κείνον».

Τρέχα να μη σου τα κάμω χρυσάφι τα μπούτια σου. Τρέχα, καψούλικο, τώρα που τόχουμε το φεγγάρι. Κουνήσου, ανάθεμά σε, ψοφήμι. Καλησπέρα, αφεντικό. — Στάσου, τσαναμπέτικο, στάσου! — Πώς σου φαίνεται το φεγγάρι, αφεντικό; Θα τόχουμε ώσπου να φέξη ή θα μας μαζέψη σύννεφα πάλε; — Στάσου που να σε πάρ' η κατάρα! Στεφ. Καλησπέρα, Κεριάκο. Μη φοβάσαι για τον καιρό. Κι α θέλη ο Θεός; Κερ.

Ο Έφις ξανάνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε σιγά σιγά. «Ξέρεις ποιος είναι εκείνος;», είπε στο νεαρό τυφλό. «Είναι το αφεντικό μουΜόλις σταμάτησε η βροχή οι τρεις σύντροφοι πήραν πάλι τον ανήφορο, σιωπηλοί, σκυφτοί, σαν να έψαχναν στο μονοπάτι κάτι που είχαν χάσει.

Και το συχωρεμένο το αφεντικό σου έλεγε, θυμάμαι, όταν κι εκείνος ερχόταν σπίτι μας και ήταν νέος και ζούσε η γιαγιά μου: ο έρωτας δένει τον άντρα με τη γυναίκα και το χρήμα δένει τη γυναίκα με τον άντρα.» «Εκείνος; Έτσι έλεγε; Σε ποιόν;» «Σ’ εμένα, κουφός είσαι; Ναι, σ’ εμένα. Εγώ όμως τότε ήμουν δεκαπέντε χρονών και απονήρευτη.

Τώρα που ήρθαν και οι θείες σου, θα παγώσει», είπε η Νατόλια, παίρνοντας την καφετιέρα από το κάνιστρο. «Έτσι, θα πιω κι εγώ λίγο.» «Οι θείες μου! Ξύλο που τους χρειάζεται! Κι σ’ εσένα μαζί μ’ αυτές! Εάν αδειάσουν όλο το σακούλι με τις αμαρτίες τους, σίγουρα θα βρεις νεκρό το αφεντικό σου από συγκοπή μέσα στο εξομολογητήριο….» «Τι γλώσσα! Φαίνεται πως σ’ έχει δαγκώσει η οχιά.

Από την αυγή συγυρίστηκαν όλα. Κράλης. Ας πάγω να φιλήσω το χέρι της μάννας, κ' ύστερα σέρνω γω παραμπρός, να μην πολυβαστάξη το βάσανο. Αυτές οι δουλειές χρειάζουνται γληγοράδα. Κωστ. Έτοιμα όλα. Κεριάκο; Κερ. Όξω είνε τάλογ' αφεντικό, κι όλα τα προικιά φορτωμένα. Έχουμε, λέει, και κρύους κεφτέδες για το μισό το δρόμο. Κωστ. Αυτό σώνει για να γίνουν αστραπή τάλογά σου ως τα μισά.

Πέρασαν και τα δεύτερα εφτά χρόνια και ξαναπαρουσιάστηκε πάλε στον αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του και στο σπίτι του. Όποιο θέλεις πάλε από τα δύο, πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά θέλεις τη συμβουλή. Αν πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης τη συμβουλή, δε θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε πάλι έν' από τα δυο.

Τ' αφεντικό του τον αγάπησε πολύ και για τη δουλειά και για το χαραχτήρα του τον τίμιο. Ήταν πολύ συμπαθητικό παλληκάρι, τόσο, που και η μοναχοκόρη του μάστορη, μια πολύ όμορφη κοπέλλα τον εσυμπάθησε πολύ, τουλάχιστο έδιχνε πως τον συμπαθούσε.

Ήρθε όμως κουνάμενη η Νατόλια. «Το αφεντικό μου και ο ντον Πρέντου προσκαλούν τον ντον Τζατσιντίνο σε γεύμαΚι εκείνος σηκώθηκε αφού τίναξε καλά τα μπατζάκια του. Η ντόνα Έστερ τον ακολούθησε με τα μάτια και έμεινε να κοιτάζει προς το μπαλκόνι, σαν μαγεμένη από τη λάμψη των ποτηριών και του ασημένιου δίσκου που η Νατόλια κουνούσε εκεί πάνω σαν να ήταν καθρέφτης.

Είχαν τότες στου Κυρ Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ' έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.