Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Άλλος δίοπος έλεγε σε δυο ναύτες που δεν ακούανε τη διαταγή του: — Τι τάχω, μωρέ Θεούλη μου αυτά; Και τραβούσε τα δυο του κόκκινα γαλόνια. Άλλες ομιλίες ακούονταν από δω κι' από κει. — Σαν καλός είναι σήμερα. — Πέφτει τσεκούρι και τσεκούρι.,,, — Αυτό το ψοφήμι θα κάνεις τώρα άνθρωπο! — Πηγαίνανε μαζεμένοι όλοι σαν τραγιά..... — Το πίστεψες συ πάλι! Λάφρωσέ τα λιγάκι ό,τι να το γλυτώσομε.
Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!» — Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι.
Καθώς όταν ψοφήμι πεταχτή σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζη ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βώχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και τούχυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ' αυτί.
Να πέφτω νύχτα-μέρα κ' ένα ψοφήμι να γαμώ και μια σκουληκαντέρα!
— Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια 'πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια... Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν.
Τρέχα να μη σου τα κάμω χρυσάφι τα μπούτια σου. Τρέχα, καψούλικο, τώρα που τόχουμε το φεγγάρι. Κουνήσου, ανάθεμά σε, ψοφήμι. Καλησπέρα, αφεντικό. — Στάσου, τσαναμπέτικο, στάσου! — Πώς σου φαίνεται το φεγγάρι, αφεντικό; Θα τόχουμε ώσπου να φέξη ή θα μας μαζέψη σύννεφα πάλε; — Στάσου που να σε πάρ' η κατάρα! Στεφ. Καλησπέρα, Κεριάκο. Μη φοβάσαι για τον καιρό. Κι α θέλη ο Θεός; Κερ.
Πίσω τους ένα μαύρο σύγνεφο σα δικέφαλος αητός με τις φτερούγες ολάνοιχτες έσκυβε απάνω τους σαν όρνιο στο ψοφήμι. Πότ' έδειχνε πως τα ξέσχιζε με το ράμφος του και πότε πως ήθελε να τα σηκώση στις φτερούγες του και να τα πάρη μαζί του. Μα και το σύγνεφο δεν έκανε άλλο παρά να δείχνη την ομορφιά και τη χάρη τους. Τα μάρμαρα έπαιρναν ένα χρώμα κιτρινόλευκο σα να ήταν από ελεφαντοκόκκαλο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν