United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος απάντησε του Δία 410 «Γέρο, όχι, δεν τον άγγιξε όρνιο ως στα τώρα ή σκύλος, Μον έτσι χάμου κοίτεται στρωμένος μες στις σκόνες, στο πλοίο ομπρός.

Σ ύ γ κ ρ ι σ ι ς Πες μου, Μώκο, στη ζωή σου, Πώς το νιόθεις το κορμί σου, Ζωντανό κανένα πράμμα, Ή της τέχνης είσαι θιάμα; Αγαπούσα να το ξεύρω, Μόνε πώς να σου το εύρω! Δε μου λεις την απορία; -Φίλος είμαι, τι έχεις χρεία. Πέτρα είσαι; Δες κινιέσαι. Μη είσαι δέντρο; Μόνε ξιέσαι. Όρνιο τάχα; θα πετούσες. Μαϊμού; δε θα μιλούσες. Ερπετό; δεν περπατούσες. Κήτος; θέλα κολυμπούσες.

Τότες χοιμάει με γλήγορο ποδάρι ο Αχιλέας, λες σα γεράκι στη λογγιά το πιο λεβέντικο όρνιο που χύνεται και κυνηγάει δειλόκαρδη τρυγόνα, 140 και φέβγει εκείνη εδώ κι' εκεί, μα από κοντά στριγγλώντας τ' όρνιο πλακώνει ακούραστο και θέλει ναν την πιάσει· να πώς με πείσμα δρόμιζε, κι' ο Έχτορας μπροστά του πιλάλαε κάτου απ' το καστρί γοργό κουνώντας γόνα.

Και στείλε μου όρνιο, μηνητή γοργόπου πλήθια ο ίδιος 310 αγάπη τούχεις και νικάει στη δύναμη καθ' άλλοδεξύ, που με τα μάτια μου θωρώντας το να σύρω στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσιΕίπε, κι' ακούει τη δέηση ο βαθυγνώστης Δίας, και να! του στέλνει εφτύς αητό, το τυχερότατο όρνιο, 315 νυχοσπαράχτη κυνηγό που τόνε λεν κι' αγιούπα.

Τι ενώ ζητούσαν να διαβούν, να! απ' τα ζερβά τούς βγήκε 200 κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι στα νύχια κόκκινο χοντρό, που ζωντανό έτσι ακόμα σπαρτάριζε μα την αντριά δεν είχε χάσει ωστόσο· τι ενώ το βάσταε, πίσω αφτό γυρνάει κι' εκεί στο στήθος 204 τον τρώει, στα πλάγια του λαιμού, κι' αφτός μακριά του χάμου τ' αμόλησε μες στου στρατού, σαν πόνεσε, τη μέση, και πήρε δρόμοκρώζονταςμε τ' αγεριού το χνώτο.

Με συμπάθειο, σαδίκησα· δεν είσαι συ από κείνους· μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διάβολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κ' αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας!

Μα αφού θα πας, έλα το γιο του Κρόνου περικάλα 290 π' όλη την Τροία εδώ θωράει οχ τις κορφές της Ίδας, και ζήτα του όρνιο, μηνητή γοργόπου πλήθια ο ίδιος αγάπη τούχει και νικάει στη δύναμη καθ' άλλοδεξύ, που με τα μάτια σου θωρώντας το να σύρεις στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσι. 295 Μα μηνητή του, γέρο μου, αν δε σου στείλει ο Δίας, τότε πια εγώ, όσο κι' αν ποθάς, σου λέω και σε ξορκίζω, μην τύχει και στων Αχαιών ζυγώσεις τα καράβια

Μπρε, όρνιο, τι νταουλιαλογάς, τι ξυλοκουτσουρίζεις; ζάψε λίγο κρασί μωρέ και μάσ' τα ξεράδια σου!. Ο λεβέντης έζαψε και πολύ, και μουρμούρισε: — Τάειδα με τα μάτια μου και τ' άξα με τ' αυτιά μ'. Δε π'στεύεις, κυρ λοχία;

Πάλι όμως τώρα θαν το πω το τι θαρρώ συφέρνει. 215 Μην πάμε να χτυπήσουμε των Αχαιών τα πλοία· τι έτσι φοβάμαι θα μας βγει, αν τ' όρνιο αφτό, όπως τόδες, απ' τα ζερβά μας φάνηκε σαν είταν να διαβούμε, κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι

Ο λοχίας γέλασε δυνατά με το ξερό του γέλοιο, ο κρεμανταλάς άνοιγε περισσότερο τα μάτια του και το στόμα του, με τα τεντωμένα μουστάκια του, σα νάλεγε πάντα το ξαφνισμένο του εκείνο «α! α!» — Μωρέ, να χαθής, όρνιο, θα πας και στον πόλεμο, συ είπε ο λοχίας, ξεκαρδισμένος στα γέλοια. — Στον πόλεμο, κυρ λοχία; πήγες του λόγου σου στον πόλεμο; Πού να τον δούμε μεις τον πόλεμο!...