Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Αλλά καθώς, για πρώτη φορά κι' οι δυο τους, ροφούσαν τη χαρά της αγάπης, η Βραγγίνα που τους παρακολουθούσε, άφησε μια φωνή, και με τα χέρια τεντωμένα ικετευτικά, με το πρόσωπο πλημμυρισμένο από δάκρυα, ερρίχτηκε στα πόδια τους: «Δυστυχισμένοι! σταματήστε, και γυρίστε πίσω αν μπορείτε ακόμη! Αλλά όχι.
Και οι κορμοί των δέντρων των πλατανιών λυπημένα πρόβαλαν ατέλειωτοι σε κάθε βήμα μας. Τ' άλογα στριφογύριζαν ανεβαίνοντας τόρα ανηφοράκι, ύστερα παίρνοντας κατήφορο, τόρα γυρίζοντας δεξιά, ύστερα αριστερά και πάντα τραβώντας ίσα μπροστά το δρομάκι τους μέσα στην άσωτη, πάντα ρεμματιά. Κάθε τόσο όσοι είμαστε καβάλλα σκύβαμε να περάσουμε από κάτου απ' τα μεγάλα και τεντωμένα προς τη γις κλωνάρια.
— Όχι!» απάντησε η Βραγγίνα, και καταταραγμένη, ώρμησε προς το δωμάτιο της Ιζόλδης. Αλλά ο τρελλός έτρεξε πίσω της, φωνάζοντας «Έλεος!» Μπαίνει, βλέπει την Ιζόλδη, ορμά απάνω της, με τα χέρια τεντωμένα, θέλει να την σφίξη στο στήθος του. Αλλά ντροπιασμένη, βρεγμένη από ιδρώτα αγωνίας, οπισθοχωρεί κατά πίσω, τον αποφεύγει.
Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή.
Ο λοχίας γέλασε δυνατά με το ξερό του γέλοιο, ο κρεμανταλάς άνοιγε περισσότερο τα μάτια του και το στόμα του, με τα τεντωμένα μουστάκια του, σα νάλεγε πάντα το ξαφνισμένο του εκείνο «α! α!» — Μωρέ, να χαθής, όρνιο, θα πας και στον πόλεμο, συ είπε ο λοχίας, ξεκαρδισμένος στα γέλοια. — Στον πόλεμο, κυρ λοχία; πήγες του λόγου σου στον πόλεμο; Πού να τον δούμε μεις τον πόλεμο!...
Και πρώτα πρώτα ο Έχτορας ακόντισε με τ' όπλο τον Αία, εκεί ίσα απάνου του π' ορμούσε, και τον ήβρε οπούναι ομπρός τα διο λουριά στο στήθος τεντωμένα, τόνα αργυρόκαρφου σπαθιού και της ασπίδας τ' άλλο. 405 Αφτά τ' αφράτο τούσωσαν κορμί. Και του Πριάμου τότες ο γιος λυπήθηκε που το γοργό κοντάρι πήγε άδικα οχ το χέρι του, και πίσω στων συντρόφων γυρνάει τους λόχους μην του βγει λαχτάρα στο κεφάλι.
Ο τρόπος και η ώρα αυτού του θανάτου ήτο η μόνη απασχόλησις, το μόνον μου βάσανον. Τέλος τα τεντωμένα χέρια μου προσέκρουσαν εις έν εμπόδιον. Ήτο τοίχος, κατασκευασμένος, ως φαίνεται, από λίθους, πολύ επίπεδος, πολύ ψυχρός και γλοιώδης. Τον διέτρεξα κατά μήκος από κοντά με τας δυσπίστους προφυλάξεις μου, τας οποίας μου επανέφερεν η ανάμνησις των παλαιών διηγήσεων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν