United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΛΕΟΝΤ Να της δείχνω όλη την αγάπη και όλη την τρυφερότητα που μπορεί κανείς να φαντασθή· να μην αγαπώ κανέναν άλλον στον κόσμο και να μην έχω καμμιάν άλλη σκέψι στο νου μου παρά μόνον εκείνη· να είνε η μόνη μου φροντίδα, η μόνη μου λαχτάρα, η μόνη μου χαρά να μη μιλώ παρά μόνο για κείνη, να μη συλλογίζωμαι παρά μόνο εκείνη· να ονειρεύωμαι μόνο εκείνη, ν' αναπνέω και να ζω μόνο για 'κείνη, και ποια είνε η ανταμοιβή όλης αυτής της αγάπης μου; Είχα δυο ημέρες να την 'δω, που για μένα είνε δυο ολόκληροι αιώνες· την απαντώ τυχαίως στο δρόμο· η καρδιά μου κτυπά παράφορα, η χαρά μου ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου, τρέχω κατενθουσιασμένος, και η άπιστη εκείνη στρέφει τα μάτια της απ' κεί και περνάει βιαστικά σαν να μη με είχε 'δεί ποτέ στη ζωή της.

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου, ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου, ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει, στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει, στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα, στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι, στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει· ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85 Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα, Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια· Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει, Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90 Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα, Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα.

Βλέποντας μέσα μια όψη κουρασμένη, μου φαίνεσαι πως θλίβεσαι διπλά, σα να ρωτάς: Χαρά στη γη δε μένει; ο αγώνας δε θερμαίνει την καρδιά; Και πιο πολύ πονείς γιατί μαζί σου τη λαχτάρα σου πήρες, την ορμή σου.

Τότες του λέει η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα «Ναι, αδέρφι, μούκαναν πολλά κι' η μάννα κι' ο πατέρας, πολλά οι συντρόφοι, κι' έπεφταν στα πόδια μου ένας ένας, 240 να μείνω αφτού· τόσο όλοι τους τον τρέμουν· μα η καρδιά μου στα στήθια μέσα πήγαινε να σπάσει από λαχτάρα.

Τώρα άλλο πια κανείς μας ας μην προσμένει πρόσταγμα και κοντοστέκει πίσω, τι τ' άλλο αφτό του θαν του βγει λαχτάρα στο κεφάλι, 235 στα πλοία πίσω αν κάθεται, μον όλοι ομπρός! σα φάμε, ας τρέξουμε ίσια τους οχτρούς ν' αρχίσουμε πελέκι

Αν είτανε μέρα και κατεβαίναμε, ίσως βρίσκαμε και μερικά λυχνάρια κομματιασμένα, που τι είδαν από τη στιγμή που βγήκαν από του τεχνίτη το χέρι, με πεισματάρικη σιωπή κρυφό το φυλάγουν! Το βλέπεις, το βλέπεις το λυχνάρι, το ρωτάς με λαχτάρα, σε τι ομορφιές έχυσε φως, σε τι αρετές, σε τι αλήθειες, σε τι μεγαλεία και δόξες, και στόμα δεν ανοίγει να σου μιλήση το βουβό το κεραμιδοκόμματο!

Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτηση που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.

Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά. Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυνηγούμε!

Μια φορά κελαϊδούσαν κι' αυτά. Τώρα κελαϊδεί ταθάνατο κύμ' από πάνω τους. Άκου, άκου! Τι να μας λέη το κύμα εκεί κάτου, στην έρμη την ακρογιαλιά; Τραγουδάει το τραγούδι της θάλασσας, της λεύτερης θάλασσας. Γλυκοφιλάει τη γης με λαχτάρα που λες και ζητάει να της πη τη χαρά του.