United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτηση που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.

Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έγνοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε, πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμο του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Το λογισμό σου μη τον φέρνης εσύ πάντα γύρω από τον εαυτό σου• άφ' τη σκέψι απ' τον αγέρα νάρθη ψηλοκρεμαστή, — σαν το μπούρμπουλα δεμένη απ' το πόδι με κλωστή. Βρήκα μια καταστροφή για τη δίκη, πιο σοφή, οπού και συ επίσης μ' εμέ θα συμφωνήσης. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και ποια λοιπόν απ' όλες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Εις τους φραρμακοπώλες είδες την πέτρα την καλή, τη διάφανη, που την φωτιάν ανάφτουν;

Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη, Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη, Πόση, θρησκεία, 'σάνεσέ το λογισμό του φέρη, 'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριάτην ιδική σου αγκάλη! Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει, Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει! Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου Πώς μας κοιμίζουνε γλυκάτη μητρική αγκαλιά σου!

Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έννοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• «Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210 και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, 'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους• κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215 ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία• τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, όσα και αν έχης βάσανα και λύπαιςτην ψυχήν σου. κ' εγώ 'χω λύπητην ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220 μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω, το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225

Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα· στα βάλτα ο νους πού να το βάλη πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα; Με πήρες απ το χέρι αγάλι και μου είπες: έλα κάτι μένει· μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη και δρόσισες το μέτωπό μου. Ήτανε τάχα στο ακρογιάλι ή στην πλαγιά τη χιονισμένη; Δε μένει πια στο λογισμό μου παρά η θωριά σου φως λουσμένη.

Ανάλυσα, κι' εχάθηκα, ζωή πλιο δε γνωρίζω. Η όρεξί μου εσβύστηκε, και ύπνο δεν ορίζω. Δεν είν' στιγμή να μη μουρθής στο νου, στο λογισμό μου· Ως και στον ύπνο αδιάκοπα σε βλέπω στο είνορό μου. Εσένα διαλογίζομαι, εσένα συλλογιούμαι· Εσέ στα ξύπνια μου θωρώ· εσέν' άντα κοιμούμαι. Σαν το κερί μες τη φοτιά, και στη νοτιά το χιόνι, Ο έρωτας το σώμα μου το τρώγει και το λιόνει.

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.