United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Μα ποιός να ήν' εκείνος τάχα που τον φανέρωσε ο χρησμός; της δύστυχης ο άνδρας με ποιόν συναπαντήθηκε, και πού λοιπόν τον είδε; ΧΟΡΟΣ Αγαπημένη μου κυρά, αυτόν τον νηόν τον ξέρεις οπού σαρώνει το ναό; αυτός είν' το παιδί του. ΚΡΕΟΥΣΑ Ποια συφορά! ποια συφορά, ώ φίλες, έχω πάθη! να πέταγα καλήτερα εις τον υγρόν αγέρα απ' την Ελλάδα μακρυά, στης δύσεως ταστέρια.

Δεν είχε τόπο να πάρη αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τονε βάλανε να δουλέψη, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγεινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάση και τα δικά μας, όσα μας μένουν. Ας του πούμε να μας φέρη ένα σαλέπι, να κατέβη η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.

Κι' ο Φοίβος τους ξαπόστειλε ένα αγεράκι πρύμο, κι' εφτύς οι νάφτες έστησαν απάνου το κατάρτι 480 και τ' άσπρο ανοίξανε πανί, και το πανί στη μέση απ' τον αγέρα φούσκωσε, και γύρω στην καρίνα αχούσε σαν αρμένιζαν τ' αφροντυμένο κύμα, κι' έτρεχε το καράβι ομπρός οργώνοντας το κύμα.

Πετιέσαι τότες όξω στην κρεββάτα σου ή στο παραθύρι κι' ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημανταριού, ποιοι μακρυνοί και ποιοι κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν' ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον οπού πηγαίνουν ν' ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.

Πλένουν τα φύλλα στη δροσιά χαρούμενα ταρείκη, Και ’ς το ελαφρό το φύσημα του αγέρα που διαβαίνει Συναπαντούσε φιλικά με τον ανασασμό του Το θρούμπι, την αληφασκιά, το σφελαχτό, η μυρτούλα. Δακρύζουνε τ' απάρθενα τα χιόνια ’ς το λιοπύρι, Ακούοντ' η νεροσυρμαίς από εγκρεμό σε βράχο Να παραδέρνουνε γοργά και λες με τη γαργάρα Πανάκραζαν την κλεφτουριά και την αποζητούσαν.

Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα! Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώγ' η ζήλια. Θα χλημητάνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα Με τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια, θα γενούν πάλαι τα Θερμιά, λαίμαργη καταβόθρα... Χιλιάδαις ήρθαν θερισταί και χάρος οργοτόμος, Μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνη λώθρααυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος»...

Απόψι πώχουμε βροχή κι' αγέρα και χιονούρα, Δεν θε να βγουν 'ςτή ρεμματιά να παίξουν η Νεράιδες, Θε να χορέψουν 'ςταίς σπηλιαίς, και κάποια θα φιλήσω. Αχ!... να με φίληε, νάπεφτε κι' αυτή 'ςτήν αγκαλιά μου, Βασίλισσα του παλατιού ν' αρχόνταν να την κάμω, Κι' ας έβρεχε, κι' ας χιόνιζε, κι' ας χάνονταν ο κόσμος!... 'Στους κάμπους ανεμόβροχο και 'ςτά βουνά, χιονούρα.

Κι αφτοί γοργοί κι ακούραστοι, φτερωτοί κι ολόχαροι έτρεχαν ολοένα. Εμάχονταν οι φοβεροί αρματωλοί, κ' εχτυπιώνταν με τις φοβερές τους μπάλες αναμεταξύ τους, με φωνές και σφυριξιές κι αλαλητόν και τάραχο μεγάλο, οι τρανοί οι ήρωες, που ετίκλωναν τον κούφιον και βουβόν αγέρα της πηχτής χιονιάς.

Άλλαξε τ' αναστέναγμα, τ' αγέρα μέστα δέντρα, Άλλαξαν κ' η μοσχοβολιαίς των λουλουδιών για εμένα Άλλαξε της Αυγής το φως, της νύχτας το σκοτάδι, Άλλαξαν τη φεγγοβολιά, τ' αστέρια, το φεγγάρι, Κ' η κόρη απ' τότες άλλαξετα βάθηα της καρδιάς μου, Κ' εκείνη η αγάπη η παιδιακή, πούχα γι' αυτήν, η αθώα Έγεινε αγάπη της καρδιάς κι' όλο τον νου μου αγάπη· Απ' τότες άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο.

Και τα λόγια του Τζατσίντο μπερδεύονταν, από την άλλη μεριά του μικρού τοίχου, με το θρόισμα των καλαμιών, με το μουρμούρισμα του αγέρα που περνά. Κι όμως, ξαφνικά φάνηκε να ανακτά τις δυνάμεις του και να ξαναζωντανεύει.