United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από εκεί έβλεπε την ψηλή χλόη να κυματίζει σαν να ακολουθούσε το μονότονο μοτίβο του ακορντεόν, και τα άλογα ακίνητα στον ήλιο σαν ζωγραφισμένα επάνω στο γαλάζιο σμάλτο του ορίζοντα. Οι φωνές χάνονταν μέσα στη σιωπή, οι μορφές έσβηναν μες στο φως. Να όμως μια γυναικεία πλάι σ’ ένα θάμνο και μια άλλη, αντρική, που την πλησιάζει τόσο πολύ που σχηματίζουν μια σκιά μόνο.

Απόψι πώχουμε βροχή κι' αγέρα και χιονούρα, Δεν θε να βγουν 'ςτή ρεμματιά να παίξουν η Νεράιδες, Θε να χορέψουν 'ςταίς σπηλιαίς, και κάποια θα φιλήσω. Αχ!... να με φίληε, νάπεφτε κι' αυτή 'ςτήν αγκαλιά μου, Βασίλισσα του παλατιού ν' αρχόνταν να την κάμω, Κι' ας έβρεχε, κι' ας χιόνιζε, κι' ας χάνονταν ο κόσμος!... 'Στους κάμπους ανεμόβροχο και 'ςτά βουνά, χιονούρα.

Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι' έκλαιγε: — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν.

Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. »