United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν είνε συμμαζωμένα εκεί-δα, μες το σκολειό, γλυτώνει ο γονιός και καμπόσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε τα θρανία, που είνε ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακας και τα χαρτιά τους, τους τοίχους και το πάτωμα, για να είνε οι νοικοκυραίοι ησυχώτεροι για της αχλαδιές των, της βερικοκκιές των, της συκιές και τ' αμπέλια των.

Αφτό καλό πράμα δεν είναι, και δω χρειάζεται προσοχή. Και τα δύσκολα κανείς έφκολα πρέπει να τα λέη, και τα σκοτεινά καθαρά. Προσοχή, παρακαλώ, και στη γλώσσα. Τώρα ελπίζω κι άλλα καινούρια να δούμε. Ο πρόθυμός σας ΨΥΧΑΡΗΣ Παρίσι, Δεκέβρη, 29, 1892. «Πες με ποιος ο γονιός σου, λέγε τόνομά σου και τον άντρα σου, να μάθω τα χρόνια σου, γυναίκα, κι από ποια πόλη είσαι. β.

Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν' ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.

Ο γονιός τους κάθουνταν στην καλόχτιστη Φηρή, σε βιος βαρβάτος, κι' απ' το Ρουφιά κατάγουνταν, απ' το φαρδύ ποτάμι, που κατεβαίνει διάμεσα της γης των Πυλιωτώνε, 545 και τον Ορσίλοχο έσπειρε, πολλών αφέντη ανθρώπων, γονιό τ' ατρόμητου Διοκλή· κι' αφτός παιδιά του πάλι έκανε εκείνους δίδυμα, σε κάθε πόλεμο άξιους.

Κι' αγάπησε μίαν κόρην, ήτις ήτον μεγαλειτέρα απ' αυτόν στα χρόνια, και ήθελε να την λάβη σύζυγον. «Ή θα την πάρω, μάνα, ή θα σκοτωθώ». Το είχε πάρει κατάκαρδα. Ήτον «ερωτοχτυπημένος». Τώρα, τι να κάμη η εξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν' αφήση τον υιόν της να εμβή στα βάσανα, τόσον νέος, κι' αυτή να έχη τεσσάρας κόρας ανυπάνδρους, να τας καμαρώνη; Και ποιος γονιός το δέχεται αυτό;

Η πλάσι » Εύρε την ησυχία της, » Εύρε τον γλυκόν ύπνο.» « Ενόσω 'ζούσα, ποιος γονιός » Έχαιρε τα παιδιά του; » Από ποιο σπήτι μπόρεγε » Ν' ακούεται τραγούδι; » Ποιόν είδα και δε 'μάρανα; » Και το μικρό λουλούδι! » Ποιος νειός είδετην αγκαλιά » Την αγαπητικιά του

Άλλος λεν άντρας είτανε ο ξακουστός γονιός μου, ο Ηρακλής, πούχε άτρομη καρδιά σαν το λιοντάρι, πούρθε για τ' άτια μια φορά εδώ του Λαομέδου 640 μ' έξη καράβια μοναχά και μετρητούς νομάτους, κι' όμως το κάστρο κούρσεψε κι' ερήμωσε τις στράτες. Μα εσύ, κι' εσύ είσαι ανάψυχος, ανάξιος κι' ο στρατός σου.

Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι' έκλαιγε: — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν.

Λοιπόν ακούσατε, πατέρες και αδελφοί, επήρε δρόμον να είπη ο κυρ Δημητράκης, ο γυιός μου ο Αγάλλος παγαινάμενος εις την Βλαχία, δεν ηθέλησε να πάρη 'κείνην που του έλεγα, θυμάσθε· εγώ πάλι ως καλός γονιός της έδωκα τον γυιό μου τον Λογιώτατο.

Μονάχα με τη γλώσσα στεκόμαστε πιο ψηλά απ' αυτά ή ο ένας από τον άλλο, με τη γλώσσα πούναι ο γονιός κι όχι το παιδί της σκέψεως. Η δράση είναι πράγματι πάντα εύκολη, κι όταν μας παρουσιάζεται στην πιο βαριά, γιατ' είναι κ' η πιο συνεχής, μορφή τηςκαι τέτοιαν εγώ θεωρώ την εμπορική της μορφήγίνεται απλούστατα το καταφύγιο των ανθρώπων που δεν έχουν να κάμουν τίποτε απολύτως.