United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν γράφτηκε εκεί κάτου να σκοτωθώ, ώρα μου καλή! Εφτύς το λάζο ας πιάσει 225 κι' ας με τελιώσει ο Αχιλιάς, σαν πάρω το παιδί μου στην αγκαλιά μου κι' ο πικρός χορτάσω μοιρολόγι

Έτσι το είχε προφητευμένο η μεγάλη η Προφήτισρα στους Δελφούς· πως σαν πλακώσουν οι «Δωριείς» στην Αθήνα, απ' όποιο μέρος σκοτωθή ο Βασιλιάς, εκείνο το μέρος θα νικήση. Συλλογίστηκε λοιπόν τότες ο Βασιλιάς, κ' είπε της γυναίκας του. — Γυναίκα, εδώ άλλον τρόπο δεν έχει. Ή πρέπει να σκοτωθώ, ή θα μας κάψουν τη χώρα, θα μας σφάξουν τα παλικάρια, θα πάρουν τις κοπέλλες μας σκλάβες, ίσως και σένα μαζί.

Θέλησα εκατό φορές να σκοτωθώ, αλλ' αγαπούσα ακόμα τη ζωή. Αυτή η γελοία αδυναμία είναι ίσως ένα από τα πιο απαίσια μας ένστιχτα· διότι, τι υπάρχει πιο ανόητο από το να κουβαλούμε διαρκώς ένα βάρος, που θέλομε πάντα να το ρίξομε από πάνω μας; να μας κάνη φρίκη η ύπαρξη μας κι' όμως να τη διατηρούμε; τέλος να χαηδεύομε το φίδι, που μας τρώγει, όσο που να μας φάγη ολότελα την καρδιά;

Οι υπηρέτες τρέχουνε στο δωμάτιο όπου με αυστηρή επίβλεψι φυλάνε τους αγαπητικούς. Τραβάνε τον Τριστάνο από τα σκοινιά. Καλέ Θεέ! τι χυδαιότης να τόνε δέσουν έτσι. Κλαίει για την προσβολή, μα τι ωφελούν τα δάκρυα; Αισχρά τον πέρνουν και τον πάνε. Και η Βασίλισσα, σχεδόν τρελλή από αγωνία, φωνάζει: «Αν μπορούσα να σκοτωθώ, φίλε, για να σωθής, τι μεγάλη χαρά

Εγώ 'πήα. Κατές βάθος απού τώχει; τρεις φορές σαν τον εγκρεμό πούδαμε. Και κάτω στου πάτο τρέχει ένα νερό. Σα ξανοίξης από πάνω κάτω, ζαλίζεσαι και θαρρείς πως σε ρουφά το φαράγγι και πως θα σε καταπιή. — Ήκουσα πως οι νεράιδες έχουν εκειά μέσα κατοικητήριο. — Έτσα λένε... Εσύ ζαλίζεσαι σα ξανοίξης σεγκρεμό; — Όχι, είπα. — Εγώ ζαλίζομαι και θαρρώ πως έτσα θα πέσω να σκοτωθώ κιαμιάν ημέρα.

Ειδεμή σ' ορκίζουμαι στο θεό μου, αφού πάρω μαχαίρι κι αφού γεμίσω την κοιλιά μου φαγιά, θα σκοτωθώ εμπρός στου Δάφνη τη θύρα. Κ' εσύ δεν θα με ειπής πια Γναθωνάκι, όπως συνηθίζεις πάντα χωρατεύοντας.

Κι' αγάπησε μίαν κόρην, ήτις ήτον μεγαλειτέρα απ' αυτόν στα χρόνια, και ήθελε να την λάβη σύζυγον. «Ή θα την πάρω, μάνα, ή θα σκοτωθώ». Το είχε πάρει κατάκαρδα. Ήτον «ερωτοχτυπημένος». Τώρα, τι να κάμη η εξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν' αφήση τον υιόν της να εμβή στα βάσανα, τόσον νέος, κι' αυτή να έχη τεσσάρας κόρας ανυπάνδρους, να τας καμαρώνη; Και ποιος γονιός το δέχεται αυτό;

Α! κύριε, είπε ο άνθρωπος με το φιλντισένιο μπαστούνι, κι' αν είχετε κάνει όλα τα εγκλήματα, που μπορεί να φανταστή κανείς, είστε ο πιο έντιμος άνθρωπος του κόσμου! Το καθένα τρείς χιλιάδες πιστόλες! Κύριε, μπορώ να σκοτωθώ για σας, αντί να σας οδηγήσω στη φυλακή.

Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, μα θεό δεν έχει να με σώσει οχ το ποτάμι τώρα εδώ; Στερνά ότι πάθω ας πάθω. Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, 275 παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. Ας μ' είχε αχσφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι!

Η περίπτυξις του Μανώλη εχαλαρώθη διά μιας, η δε Πηγή δυνηθείσα ούτω να διαφύγη ετράπη εις φυγήν. Αλλ' ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εις τα πέριξ και δεν είδε τον Στρατήν, έδραμε κατόπιν αυτής και εις το άκρον του αγροκηπίου την συνέλαβεν, — Άφησέ με, Μανώλη, γιατί θα σκοτωθώ, είπεν η κόρη ασθμαίνουσα και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Αλλ' ο Μανώλης ούτε ήκουεν, ούτε έβλεπε πλέον.