United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελθόντος δ' εν τω μεταξύ άλλου δούλου, όστις ανήγγειλεν ότι ο Σωκράτης είχε παραμερίσει και εστέκετο εις το πρόθυρον της γειτονικής οικίας και ότι, μολονότι τον εκάλεσε, δεν ήθελε να έμβη μέσα, — Παράξενον, είπεν, αυτό πού λέγεις. Πήγαινε πάλιν να τον καλέσης και να μη τον αφήσης έως ότου να έλθη. Αλλ' ο Αριστόδημος τότε παρεμβάς, — Όχι, είπεν· αφήσατέ τον ήσυχον.

ΚΕΝΤ. Ω Ληρ, πορφυρογεννημένε, εσύ, οπού σ' ετίμησα ως βασιλέα πάντα, κι' ως δούλος σ' υπηρέτησα, και σ' είχα ως πατέρα, εσύ, που προστάτην μουτην προσευχήν μου σ' είχα... ΛΗΡ Το τόξον μου ετέντωσα· τραβήξου απ' το βέλος! ΚΕΝΤ Ας πεταχθή καλλίτερα κι' ας έμβητην καρδιάν μου! Αφού ο Ληρ είναι τρελλός, ας είν' ο Κεντ αυθάδης!

Και λέγοντας ετούτα τα λόγια η Καλεκάρη εμίσευσε με τον Καμπούρ, και έμεινα εγώ με μεγάλην ανυπομονησίαν έως που να την ιδώ. Το ταχύ ακούω να κτυπά η πόρτα. Οι σκλάβες έτρεξαν διά να ανοίξουν, ευθύς να έμβη η βασιλοπούλα εις τον χοντζερέ μου.

Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν.

Ας τον κάμωμεν να έμβη εις την κατοικίαν μου, εκεί που κανείς άνδρας έως τώρα δεν εσέβη. Και έτσι λέγοντας με επήραν και με έφεραν εκεί όπου εκατοικούσεν η βασιλοπούλα.

Η θειά-Αρετώ η Χρονιάρα είπε να κατεβάσουν διά σχοινίου μεγάλην υπερμεγέθη κοφίναν, και να σείουν το σχοινίον τοιούτω τρόπω, ώστε να είνε ελπίς να έμβη τέλος η μία γίδα πρώτον, είτα η άλλη, μέσα εις την κοφίναν, και ούτω να τας ανασύρουν την μίαν μετά την άλλην. Η θειά-Αρετώ διηγείτο ότι παρόμοιόν τι είχε συμβή εις τον παππούν της προ εξήντα χρόνων, και ότι το μέσον τούτο επέτυχε τότε.

Διατί; Εάν η πρότασις έγεινε δεκτή, θα ήρχετο αμέσως να φέρη την απόκρισιν. Το πράγμα δεν ήθελε πολλήν θεολογίαν. Ναι ή όχι. Βεβαίως η απόκρισις είναι Όχι, και συστέλλεται ο Λιάκος να την διακοινώση. Ανόητος αυτός να εκτεθή δωρεάν εις άρνησιν! Ανόητος! Τι ήθελε να έμβη εις τοιούτον χορόν; Αλλ' όχι!

Και τόρα σεις απ' εκεί λέγετε μου ωρισμένως, να έμβω ή όχι; θα συμπίετε μαζή μου ή όχι; Όλοι τότε εφώναξαν και του έλεγαν να εμβή μέσα και να κατακλιθή, επίσης δε τον εκάλει και ο Αγάθων.

Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν, και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά.

Οι άνθρωποί μου όλοι είναι καλοί και διαλεκτοί· τα χρέη των τα ’ξεύρουν δεν εντροπιάζουν την τιμήν και το αξίωμά των. — Ω Κορδηλία, διατί το ελαφρόν σου πταίσμα να μου φανή τόσον φρικτόν; Και πώς να μου στρεβλώση το φυσικόν, και την καρδιάν να μου την ξετοπίση, και εις χολήν την τόσην μου αγάπην να γυρίση; Ω Ληρ, ω Ληρ! Κτύπα εδώ, ν' ανοίξη, Ληρ, η θύρα να έμβη η τρέλλα και ο νους να φύγη!