United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θειά-Αρετώ η Χρονιάρα είπε να κατεβάσουν διά σχοινίου μεγάλην υπερμεγέθη κοφίναν, και να σείουν το σχοινίον τοιούτω τρόπω, ώστε να είνε ελπίς να έμβη τέλος η μία γίδα πρώτον, είτα η άλλη, μέσα εις την κοφίναν, και ούτω να τας ανασύρουν την μίαν μετά την άλλην. Η θειά-Αρετώ διηγείτο ότι παρόμοιόν τι είχε συμβή εις τον παππούν της προ εξήντα χρόνων, και ότι το μέσον τούτο επέτυχε τότε.

Ο Φρουμέντιος, έχων προ εαυτού την Ιωάνναν θώρακα ασφαλή κατά παντός πειρασμού, απώθησε διά του σχοινίου της ζώνης του τας αναιδείς προτάσεις των λυσιζώνων εκείνων σειρήνων, αφ' ων απεμακρύνθη σφίγγων την φίλην του εις τας αγκάλας ως οι ασκηταί τον Σταυρόν, οσάκις επειράζοντο υπό του δαίμονος της σαρκός.

Φόρτε! εκέλευσεν ο αρχιεργάτης, όταν συνεπληρώθη η μία στροφή του ατράκτου, εκτεθέντος του σχοινίου του μοχλού. Οι νεανίαι έπαυσαν τότε να στρέφωνται, ανέκυψαν.

Εκεί, έμπροσθεν των δύο λίθων, επέζευσεν ο παππά Νάρκισσος. Ο Γεροθανάσης έδεσε διά του σχοινίου τους δύο εμπροσθίους πόδας του όνου, προς περιορισμόν της ελευθερίας του, και εισήλθεν εις τον μικρόν καλλιεργημένον περίβολον, προχωρών προς την καλύβην. Ο ιερεύς τον παρηκολούθει. Μετ' ολίγα βήματα ο χωρικός εστράφη.

Ο λιμήν ήτο πλήρης πλοίων, η δε λέμβος μας δεμένη διά σχοινιού επί των βράχων επερίμενε κενή του πλοιάρχου την επιστροφήν. Με τους οφθαλμούς επ' αυτής προσηλωμένους εσκεπτόμην τι θα γίνωμεν αν ο πατήρ μου ασθενήση, και ενθυμούμην τον πύργον μας και τον αναπαυτικόν εκεί κοιτώνα του, ότε είδα αίφνης νέον Σπετσιώτην πλησιάζοντα προς ημάς. ― Καλώς ωρίσατε, Χριστιανοί. Από την Χίον έρχεσθε;

Ο πυθμήν δεν ήτο ορατός ένεκα του σκότους. Ο βοσκός ήτο τολμηρός, εξετύλιξε το σχοινίον, όπερ έφερε περί την οσφύν διά σκοπούς χρησίμους εις το επάγγελμα και προσέδεσε λίαν σφιγκτώς την άκραν αυτού εις τον κορμόν σχοίνου, το δε μήκος του σχοινίου κατεβίβασεν εις το βάθος της οπής.

Και επί τέλους κατώρθωσε να συλλάβη τον πάσσαλον, τον οποίον ο ημίονος έσυρεν εις το άκρον του σχοινιού, και με ισχυράν έλξιν ηδυνήθη να σταματήση το ζώον. — Δεν είνε παράξενο; είπεν ο Αστρονόμος. Αν ήτον ο Τερερές, απού 'νε μιας μπάτσας άθρωπος, θα τον εφοβούντονε· και το μουλάρι, απού μπορεί με μια τσινιά να τόνε ξεβγάλη, δεν το φοβάται. Και ο σοφός έδιδε την εξής εξήγησιν εις το πράγμα.

Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σανσύμφωνα με την ιδέα τουτο κατάφερνε. — Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας κατεβαίνοντας στο υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής; Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε: — Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την ημέρα;

Κι' ο θάνατος να ‘ρθή αν δεν προφθάση, απ' της κυράς μας τη μεγάλη βιάσι, κι' αν ίσως ο καιρός γι' αυτό δεν φθάνει το τόλμημα, που είχαμε τόση λεπίδα, θηλειά σχοινιού τριγύρω στο λαιμό του, ή και σπαθιού ακονιστή ελπίδα, τους πόνους της θα διώξη μ' άλλον πόνο, κ' έτσι θ' άλλάξη ο βίος της και μόνο.

Καλά, νάχης την ευχή . . . Τώρα, αν σε καλουμάρουν, έχε θάρρος. — Η ευχή σ', παπά μ'. Εφαίνετο αποφασισμένον ότι ο Στάθης θα κατεβιβάζετο διά σχοινίου εις τον βράχον, διά να ζητήση τας δύο χαμένας αίγας του. Μόνον ο Περηφανάκιας έλαβε πάλιν τον λόγον·