United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άρπαξε ένα σκοινί απ' την πρύμη, τώκανε θηλειά κ' έσκυψε στην κουπαστή να το περάση στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ' το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδή ποιος σκύβει από πάνω του. — Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλειά στη μέση. Ο Καπετάν-Πρέκας!... Αυτός δεν είναι; Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.

Δεν εφρόντισες καν να μη σε δω. Αλλά γιατί μου τα κάνεις αυτά; Τι κακό μεγάλο ή μικρό σου έκαμα και εις τι σ' επίκρανα; Ποιόν άλλον εκύταξα; Δεν ζω μόνο για σένα; Δεν είνε μεγάλη αμαρτία αυτή, Λυσία, να πικραίνης μια δυστυχισμένη γυναικούλα, που τρελλαίνεται για σένα; Αλλ' υπάρχει θεός, η Αδράστεια, που τα βλέπει αυτά, Ίσως θα με λυπηθής μόνον όταν ακούσης είτε ότι έβαλα θηλειά στο λαιμό μου κ' επνίγηκα, είτε ότι έπεσα στο πηγάδι, ή ευρήκα άλλον τρόπον θανάτου για να μη σου γίνωμαι εμπόδιο και ενόχλησις.

Με τον κούκο κατεβασμένον ως κάτω στα μάτια, σαν να μην ήθελε να βλέπη τον κόσμο, μ' ένα μαύρο πουκάμισο που τούπνιγε σα θηλειά το λαιμό, κατέβαινε παραπατώντας απάνω στα ξερολίθαρα. Ψυχή δεν ήτανε στην ακρογιαλιά. Ο ήλιος είχε βασιλέψει, αφίνοντας χρυσάφια πίσω του — ο Στρατής δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμακαι το φεγγάρι είχε ψηλώσει στον ουρανό, γεμίζοντας τον ένα γαλάζιο φως.

ΕΡΜ. Δεν τους έχω πολύ προχείρους εις την μνήμην μου, αλλά θα προσπαθήσω : Μήτε τις ουν θήλεια θεός ... μήτε τις άρσην, μηδ' αυτών ποταμών μενέτω νόσφ' Ωκεανοίο μηδέ τε νυμφάων, αλλ' ες Διός έλθετε πάντες εις αγορήν, όσσοι τε κλυτάς δαίνυσθ' εκατόμβας όσσοι τ'αυ μέσατοι ή ύστατοι ή μάλα πάγχυ νώνυμνοι βωμοίσι παρά κνίσησι κάθησθε .

Γεννώνται, αγαπώσι και αποθνήσκουσιν ανταλλάσσοντα φίλημα, εις το οποίον εξατμίζεται η μικρά αυτών ψυχή. Ουδέν άλλο έχουσιν εις τον κόσμον να πράξωσιν, ουδέ περί των συνεπειών των φιλημάτων αυτών να φροντίσωσιν, αφού αρκεί ν' αφήση η θήλεια να καταπέσωσιν εις το ύδωρ τα ωά της διά ν' ασφαλισθή των απογόνων της η τύχη.

Εις τας πρώτας φαύσεις της ημέρας, οι έξ, όπως είχον συμφωνήσει, ευρέθησαν έφιπποι εις το μέρος της συνεντεύξεως· ενώ δε διεξελαύνοντες κατά το προάστειον έφθασαν εις το μέρος όπου κατά την παρελθούσαν νύκτα ήτο δεδεμένη η θήλεια ίππος, ενταύθα ο ίππος του Δαρείου προσδραμών εχρεμέτισε. Συγχρόνως δε ενώ έκαμνεν ο ίππος τούτο, αστραπή έσχισε τον αίθριον ουρανόν και ηκούσθη βροντή.

Σ' εμένα πρέπει μια θηλειά και βούνευρον και κνούτον θέλω να φύγω απ' εδώ, από τον κόσμον τούτον, κι' εις αστρογείτονα βουνά μονάχος να πετώ, 'στάς Άλπεις, 'στά Ουράλια, και 'στόν Λυκαβητό.

Κι ο Νίκος καθόταν εκεί ασάλευτος, στριμωγμένος απάνω της, και δεν ήξερε κι αυτός πούθε τουρχόταν τόση χαρά, τέτοιο γούστο για τους μασκαράδες σαν ποτέ του . . . Φρρ ! έκαμε μια κορδέλλα από σερπαντέν και πέρασε μια θηλειά γύρω στα κεφάλια του Νίκου και της Λιόλιας που είδαν κ' έπαθαν ως να ξεμπλεχτούν . . . Πήρε φωτιά τότες η Λιόλια κι άρχισε να ρίχνη το χαρτοπόλεμο με τις χούφτες απ’ τη σακκούλα του Νίκου σ' όποιον περνούσε . . κι ο Νίκος πετούσε σερπαντέν.

Κι' ο θάνατος να ‘ρθή αν δεν προφθάση, απ' της κυράς μας τη μεγάλη βιάσι, κι' αν ίσως ο καιρός γι' αυτό δεν φθάνει το τόλμημα, που είχαμε τόση λεπίδα, θηλειά σχοινιού τριγύρω στο λαιμό του, ή και σπαθιού ακονιστή ελπίδα, τους πόνους της θα διώξη μ' άλλον πόνο, κ' έτσι θ' άλλάξη ο βίος της και μόνο.