United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βλέπω πάλε το γράψιμό του, που φτάνει να το διώ κι ανατριχιάζω. Μου γράφει εμένα. Πως αγαπά τάχα! — την Ελένη. Πως είναι σα χαμένος, και γιατί δε θέλουμε νάρχεται πια σπίτι; Πως τρελλαίνεται και δεν τολμά να μιλήση, μα πως τώρα έκαμε πια απόφαση, τα ξέτασε, τα ζύγιασε, τάβαλε όλα σε τάξη.

ΜΙΣΤΡΑΣΔεν θα κατεβή λοιπόν η Οφηλία; Την περιμένει τόσος κόσμος. Διάβολε! Μ' αυτή τη κάψα.... ΛΕΛΑΘα κατεβή. Ξέρετε όμως, γιατρέ, πως δεν τρελλάθηκε ακόμα εντελώς. Ο έρως του Αμλέτου δεν έφθασε ακόμη εκεί που πρέπει. Η καϋμένη η Οφηλία! Τώρα κανένας δεν τρελλαίνεται ούτε αυτοκτονεί. Οι Οφηλίες και οι Βέρθεροι ήσαν του παληού καιρού.

Αυτά ας πηγαίνηκι ας τα κάμνη ο αγαπητικός της κοπέλλας. Έτσι και με τη Φύση. Ας πάη κι ας την αποθαμάζη, ας τη ζωγραφίζη, κι ας τρελλαίνεται ο ζωγράφος κι ο ποιητής με τα μάγια της. Το χωριατόπουλο σώνει να ταφίνης να χαίρεται το κρασί του, το τραγούδι, την κουβέντα και το τουφέκι του, κι όλα του χωριού τα κάλλη σου τα χαρίζει.

Αλήθεια θα ήτο να τρελλαίνεται κανείς! Και η Κυρά Ρήνη εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών, σκεπτομένη ταύτα ενώ το αίμα ανήρχετο πλημμυρίζον διά του τραχήλου εις το πρόσωπον, απειλούν να πηδήση άφθονον από των οφθαλμών. Εφ' όσον εσκέπτετο την αγνότητα του Γιάννου τοσούτον αι επιθυμίαι της ακράτητοι εξεγείροντο και ήθελε πάση θυσία να τον απολαύση. — Δεν θα μου γλυτώσης, εψιθύρισε.

Αν σου έγραφα πολιτικάς ανταποκρίσεις, και ηγάπας και συ τα πολιτικά, ως τα τρελλαίνεται μία μας φίλη, θα είχα πολλά πράγματα να σου γράψω, όχι τόσον αηδή, όσον υποθέτεις, και πολύ διασκεδαστικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεσαι.

Και δε μου λες πως ξεμωράθηκες και συ στα γεράματά σου; Κερ. Στα γεράματά μου εγώ είδα δυο μεγάλα θάματα. Ένα, να τρελλαίνεται ο κυρ Κωσταντής και να φαρμακώνη τη μάννα του, κι άλλο, να καλογερεύη ο Στεφανής. Γαρουφ. Ο Στεφανής! Κερ.

Τέτοια ζέστη και να σου μιλούν για συνοικέσιο με την κ. Πετρώφ. Είναι να τρελλαίνεται κανείς. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και όμως βλέπεις πώς την περιποιούνται όλοι και πώς την συνερίζονται εις τα γεύματα και εις τα τσάια. Είχα και την πριγκήπισσα! Ήταν και η πριγκήπισσα! Άσχημη, που δεν είναι δα και τόσο, όμως αιωνίως την έχει τριγύρυσμένη όλος ο καλός μας κόσμος, όλη η αριστοκρατία του Σταυροδρομιού.

Το Μοσχαδώ τρελλαίνεται για σένα», μου λέγανε η μια κ' η άλλη. Κάτι καταλάβαινα και μοναχός μου. Πάμε μια Κυριακή με τη γρηά να τους χαιρετίσωμε. «Έλα, Μοσχαδώ, μέσα», της λέει η μάννα της. «Δεν μπορώ, μάννα. Με πονάει το κεφάλι μου». — «Έλα που σου λέω». — «Δεν έρχομαι». Κακανογελούσε μέσα με ταδερφάκια της· τέτοιο πονοκέφαλο είχε.