United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλως δε και προς τι να σπεύση; Μήπως θα τιμωρηθή αν βραδύνη, ή μήπως κινδυνεύει να επανέλθη κενός; Το φορτίον του είνε πάντοτε έτοιμον και τον περιμένει. Ας περιμείνη λοιπόν. Το φορτίον όμως δεν τον περιμένει εις την γωνίαν του, αλλ' εξέρχεται εις την οδόν.

Πλησίασε τον Έφις και στάθηκαν μπροστά στην κλειστή εξώπορτα των Πιντόρ. Πάνω στα σκαλοπάτια φύτρωναν τσουκνίδες. Ο ντον Πρέντου θυμόταν πάντα τη Νοέμι να στέκετε εκεί και να περιμένει στη σκιά. «Ωραία. Συνεννοηθήκαμε; Πρέπει να κάνεις όπως σου λέω, κατάλαβες;» «Κατάλαβα. Θα κάνω τα πάντα», είπε ο Έφις. Χτύπησε, αλλά κανείς δεν άνοιγε.

Εις τούτον τον Παράδεισον, που δεν σε περιμένει ουδέποτε τρυφή, χωρίς χυδαία όνειρα κοιμούνται κουρασμένοι οι αληθώς σοφοί. Σεις όσοι εφορέσατε ακανθωτούς στεφάνους και θρόνους εσαρώσατε, κι' από σκηπτούχους Καίσαρας κι' αιμοχαρείς τυράννους λαούς απελυτρώσατε. Σεις όσους δεν επτόησεν ακόλαστος Σατράπης διά των μαρτυρίων, και άφθονον εχύσατε την δρόσον της αγάπης και εις ψυχάς αγρίων.

Μου κάνει κακό να το σκέπτωμαι. ΛΕΛΑΤα πράγματα τώφεραν έτσι. Πρέπει να είμαστε γενναίοι στη ζωή. Εσύ θα βρης τρόπο να παρηγορηθής στην αγάπη της κόρης σου. Εγώ; Εγώ είμαι μια γυναίκα συνειθισμένη στις περιπέτειες. Δεν είναι η πρώτη φορά. Θα φύγω μακρυά, ποιος ξέρει τι με περιμένει! Ας μη τα συλλογιζόμαστε όμως, Τάσσο. Ας είμαστε εύθυμοι!

Ο Λιάκος υπέμεινε στωικώς την αποπομπήν του, αφού η ερωμένη του δεν συμμετείχε της συνεντεύξεως, αλλ' ουχ ήττον η εσπέρα του εφάνη ατελείωτος εις την λέσχην. Περί την δεκάτην ώραν ο υπηρέτης τον ειδοποίησεν ότι ο κύριος καθηγητής τον περιμένει κάτω. Κατέβη δρομαίος την κλίμακα και εύρε τον φίλον του περιμένοντα έξω, εις την οδόν.

Είμαι υπό ατμόν, αναγνώσται μου, και ο ατμός δεν περιμένει, π' ανάθεμά τον!

Ε,ε,ε,ε, αρμάτων κύλισμα γύρω στην πόλη γρικώ Ήρα μου δέσποινα, τρίζουν βαρύφορτα τ’ αξόνια, να, των τροχών. Ε,ε,ε Άρτεμη αγαπημένη απ’ το κονταροχτύπημα ξεφρένιασ’ ο αιθέρας τι κακό βρήκε την πόλη μας, τι ’ναι να γένη; Τι ’ναι π’ ακόμ’ απ’ το θεό μας περιμένει; Ε,ε,ε,ε, χαλάζι ακρόβολες στις έπαλξες πέτρες πετούν ω φίλε Απόλλωνα, απ’ τα χαλκόδετα σκουτάρια οι πύλες βροντούν.

Διότι αυτό το είπες πολύ ωραία, ότι δηλαδή ημείς όσοι αποτελούμεν τούτον τον χορόν δεν είμεθα υπηρέται των λόγων, αλλά οι λόγοι είναι ως άλλοι δούλοι μας, και έκαστος από αυτούς περιμένει να συμπληρωθή, όταν μας έλθη η όρεξις. Διότι εις τον χορόν μας δεν επιβλέπει ούτε δικαστής ούτε θεατής, καθώς εις τους ποιητάς, διά να μας κατακρίνη και να μας επιβληθή. Σωκράτης.

Θέλεις να με βασκάνης, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων, και να με κάνης να τα χάσω με την ιδέαν, ότι το ακροατήριον περιμένει ανυπομόνως από εμέ πως θα είπω ωραία πράγματα.

Πάει ν' αγοράση ψωμιά, απήντα ο μπάρμπ’-Αλέξης· τώρα τον περιμένω να γυρίση. Κ' ενώ έλεγεν ότι τον περιμένει, εξηκολούθει ουδέν ήττον να πλέη. Οι επιστάται των λιμένων, οι υγειονομικοί φυλακές και οι τελωνοσταθμάρχαι, ήσαν τα φόβητρα του μπάρμπ’-Αλέξη. Επαρουσιάζετο πάντοτε μόνος του, εις τον υγειονομικόν ή λιμενικόν σταθμόν «διά να βγάλη τα χαρτιά». — Ποιος είν' ο σύντροφός σου;