Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Εγώ ‘ς την Μάντουαν θα στείλω, εκεί όπου εξέφυγεν αυτός εξωρισμένος, να του κεράσουν κάτι τι που δεν το περιμένει, ώστε να 'πάγη, συντροφιάν να κάμη τον Τυβάλτην και την καρδιάν σου με αυτό θα την ευχαριστήσω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! την καρδιάν μου τίποτε δεν θα ευχαριστήση, αν τον Ρωμαίον δεν ιδώ... νεκρόν ... το παν νομίζω, αφού εκείνον π' αγαπώ δεν έχω... και μου λείπει.
Ειδοποίησαν τον Αντρέ, ο οποίος έβαλε μπρος στα δωμάτια των γυναικών, τρεις σπιούνους, αρματωμένους. Όταν ο Τριστάνος θέλησε να περάση την πόρτα: «Πίσω, τρελλέ, φώναξαν γύρισε στο σκυλλόσπιτό σου να κοιμηθής στ' άχερα. — Αι τι, ωραίοι άρχοντες, είπεν ο τρελλός δε θα πάω απόψε ν' αγκαλιάσω την Βασίλισσα; Δεν ξέρετε ότι μαγαπάει και με περιμένει;» Ο Τριστάνος σήκωσε το ρόπαλό του.
Δεν σπεύδει να ενεργήση, διότι έχει την συναίσθησιν της αξίας του, και είναι βέβαιος περί της εκβάσεως. Δεν μεγαλοφρονεί, δεν περιμένει την έκβασιν από τον εαυτόν του, αλλά θαρρεί εις οδηγίαν ανωτέραν, χωρίς να ηξεύρη ότι την έχει μέσα εις την ψυχήν του θαρρεί εις την δεξιάν του Υψίστου, με την οποίαν θα γίνη ό,τι πρέπει να γίνη. K. H. HERMES. Ueber Shakespeare's Hamlet. Stuttgart. 1827.
Την γραίαν εκείνην μου ενθυμίζει η πανταχόθεν της Ευρώπης εκδηλουμένη ανυπομονησία διότι ο Αμερικανικός και Ισπανικός στόλος βραδύνουν να συγκρουσθούν, να καούν, να βυθισθούν, να κοκκινήση από αίμα ο Ατλαντικός, ως εκοκκίνησε προ ημερών ο Ειρηνικός. Η γραία Ευρώπη έχει ανοίξει το παράθυρόν της και αδημονούσα περιμένει την σύγκρουσιν των δύο αντιπάλων στόλων.
Δεν το είδες τόνειρό μου. ΒΕΡΑ — Δεν είναι στο χέρι μας να ξαναονειρευθούμε δυο φορές το ίδιο όνειρο. Μια φορά βλέπει κανείς στη ζωή του ένα όνειρο. ΦΛΕΡΗΣ — Στο χέρι μας είναι. Στο χέρι μας είναι Βέρα. Το ωραίο λουλούδι δε μαράθηκε μέσα μας. Λάμπει ακόμα με τα πρώτα του δροσερά χρώματα. Η αγάπη αγρυπνεί μέσα στην ψυχή μας και περιμένει. ΒΕΡΑ — Το ωραίο λουλούδι. Αλήθεια.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις τας διαταγάς σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ε, τι νέα εκ Σικυώνος; Λέγε. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ήλθε κανείς από την Σικυώνα; Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περιμένει τας διαταγάς σας. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας εισέλθη. — Πρέπει να θραύσω τα ισχυρά ταύτα δεσμά της Αιγύπτου, ή να εξαφανισθώ εις τον παράφορον τούτον έρωτα. Ποίος είσαι; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Απέθανεν η σύζυγός σου Φουλβία. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού απέθανεν; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Σικυώνα.
Θυμωμένος απάντησε ο Βασιλιάς: «Όχι, ούτε αναβολή, ούτε έλεος, ούτε δίκη. Μα τον Ύψιστο Θεό που έφτιασε τον κόσμο, αν κανείς τολμήση να δευτερώση αυτήν την αίτησι, πρώτος θα καή απάνω σ' τη φωτιά!» Διατάζει ν' ανάψουνε τη φωτιά και να πάνε στο παλάτι να φέρουνε πρώτον τον Τριστάνο. Καίνε ταγκάθια, όλοι μένουν αμίλητοι, κι' ο Βασιληάς περιμένει.
Δίκαιον λοιπόν μήτε κατώτεροι να φανώμεν των πατέρων ημών, μήτε υποδεέστεροι της δόξης μας. Η Ελλάς όλη είναι μετέωρος και περιμένει επιθυμούσα ένεκα του κατά των Αθηναίων μίσους να κατορθώσωμεν όσα κατά νουν έχομεν.
Αλλ' όταν ο ποταμός ποτίση αφ' εαυτού την γην και έπειτα αναχωρήση οπίσω, έκαστος ρίπτει τον σπόρον εις τον αγρόν του και εισάγει εις αυτόν χοίρους· αφού δε οι χοίροι καταπατήσωσι τον σπόρον, περιμένει έπειτα τον θερισμόν και έπειτα αλωνίσας διά των ιδίων χοίρων τον σίτον, τον κομίζει εις τας αποθήκας του.
Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν