United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήρε λοιπόν πάλι τα μάτια του κ' έφυγε ο Αθανάσιος, κι όμως μήτε δύναμη μήτε αξιοπρέπεια δεν έχασε. Έγραψε μάλιστα μακρόθυμο γράμμα του Κωσταντίου και του παράστησε την υπόθεση ήσυχα και καθάρια. Και δίχως παράπονο για τα τόσα παθήματά του, παρακαλούσε τον Ύψιστο να φωτίση τον πλανεμένο το Βασιλέα.

Πιε ντε ! πιε ναν το ξαραθυμίσης. — Και βέβαια θα πιω ! θα πιω ! γιατί όχι ; το παιδί μου παντρεύω σήμερα· το παιδί μου ! — Παιδί σου κι άλλη μια βολά. — Μη με σκας, γυναίκα ! μη με σκας και θα στο φωνάξω. Μα τον ύψιστο θα στο φωνάξω . . . — Τι θα φωνάξης ; — Τι ; να, ξέρω γω γιατ' είσαι θυμωμένη. — Γιατί ; — Ζηλεύεις τη νύφη απόψε· να γιατί! — Να χαθής, σκατζόχερα.

Όταν ο Ρωμιός ο Χριστιανός παρακαλούσε για την υγεία του, η γυναίκα του για ν' απολάψη τέκνα ή να γλυτώση από αρρώστια όσα είχε γεννημένα· ότα μελετώντας ταξίδι ζητούσε τη βοήθεια από Άγιο και μεταγυρίσαντας πήγαινε κι άναβε κερί ή έδινε προσφορά ή λειτουργούσε στο παρακκλήσι του ή στάγιο λείψανο, —: τι άλλο έκαμνε και κάμνει ακόμα η ψυχή του παρά ναντιλαλή ταπλοϊκά συστήματα της κλασικής του θρησκείας, και να τα αιωνίζη, λείψανα μα τον Ύψιστο κι από πολλά μαρτυρικά λείψανα πιο ιερώτερα.

Δούλεψεςδε δούλεψες; πούνε το λοιπόν η σοδειά σου; Α δε μούστελνε ο Θεός το κορίτσι, θα καθόμουν ολομόναχη σαν κουρούνα να κλαίω την ερμιά μου! — Έχεις άδικο, γριά· μα τον Ύψιστο έχεις άδικο να με μαλώνης. Τι φταίω 'γω σ' αυτό; — Τι, εγώ φταίω; — Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα· είπε ο γέρος, χαμογελώντας με το θυμό της. Ούτε συ φταις ούτε γω. Έτσι θέλησε ο Θεός κ' έτσι έγινε.

ΔΟΡΑΝΤ Ήρθαμε, κύριε Ζουρνταίν, η κυρία κ' εγώ, να σας προσφέρωμε τα σέβη μας για το νέο σας αξίωμα και να σας συγχαρούμε για το γάμο της κόρης σας με το γυιό του Μεγάλου Τούρκου. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Είμαι πολύ ευτυχής, κύριε Ζουρνταίν, που ήρθα από τους πρώτους να σας συγχαρώ για τον ύψιστο βαθμό της δόξης που φθάσατε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κυρία, σας εύχομαι όλο το χρόνο την τριανταφυλλιά σας ανθισμένη.

Πατέρα μου, σαν προσεύκεσαι, λέγε δυο λόγια και για δαύτους. Οι πιότεροί τους πιαστήκανε στο δεσποτάδικο το θρόνο με γάντζους, κι ανεβήκανε με σκοινιά. Μα ας μην τους συνοριζούμαστε και πολύ. Σ' έναν τέτοιον τόπο, που αν τύχη και κανένας ενάρετος, μπορεί να τον κρεμάσουν, ας μην τους γυρεύουμε όλους Άη- Γρηγόρηδες. Μόνο ας παρακαλούμε τον Ύψιστο να μας φυλάη κι από χερότερα.

Θυμωμένος απάντησε ο Βασιλιάς: «Όχι, ούτε αναβολή, ούτε έλεος, ούτε δίκη. Μα τον Ύψιστο Θεό που έφτιασε τον κόσμο, αν κανείς τολμήση να δευτερώση αυτήν την αίτησι, πρώτος θα καή απάνω σ' τη φωτιάΔιατάζει ν' ανάψουνε τη φωτιά και να πάνε στο παλάτι να φέρουνε πρώτον τον Τριστάνο. Καίνε ταγκάθια, όλοι μένουν αμίλητοι, κι' ο Βασιληάς περιμένει.

Η ιδέα, είπε ένας, όταν πρωτομπής και κοιτάξης περίγυρα είναι φως, αλαφράδα κι αρμονία. Άλλος ακόμα πιο φιλοσοφικός παρατήρησε πως κάθε ευλαβής άνθρωπος εκεί μέσα μπορεί να λατρέψη τον Ύψιστο δίχως να φέρη χαμόγελο στον αλλόθρησκο, αφού βρίσκεται εκεί συναρμολογημένο ταρχαίο πνέμα, το ελληνικό, μαζί με το νέο, το χριστιανικόπου γεννήσανε τέλειο έργο για θεία λατρεία.