United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε. — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης κουρούνα με τις γρίνιες σου. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο κατάστρωμα.

Μετ' ολίγα λεπτά έφθασε πετάμενη, ως κουρούνα, κ' εφώναξε κάτω από το μικρόν πρόστοον της οικίας της Λ... — Τα σχαρίκια, Λ... ήρθ' ο αρραβωνιαστικός σου — ο Γιαννάκης ο Δράκος έφθασε. Η Λ... δεν επίστευε τα ώτα της, επί ικανήν ώραν έμενεν ως απολιθωμένη. Την πρωίαν έφθασεν εις το Κάστρον ο μνηστήρ ο ξενιτευμένος. Ο Γιαννάκης δεν έφερε καμμίαν δυσκολίαν, ως έμαθε τα συμβάντα.

Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγγρίζουν τ' αυγά των. Τι χαρά! τι αγαλλίασις!

Δούλεψεςδε δούλεψες; πούνε το λοιπόν η σοδειά σου; Α δε μούστελνε ο Θεός το κορίτσι, θα καθόμουν ολομόναχη σαν κουρούνα να κλαίω την ερμιά μου! — Έχεις άδικο, γριά· μα τον Ύψιστο έχεις άδικο να με μαλώνης. Τι φταίω 'γω σ' αυτό; — Τι, εγώ φταίω; — Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα· είπε ο γέρος, χαμογελώντας με το θυμό της. Ούτε συ φταις ούτε γω. Έτσι θέλησε ο Θεός κ' έτσι έγινε.

Βεβαια, πάντοτε με το όπλον!. . Κ' εν τη ακρατήτω ορμή του θυμού του ο Χειμάρρας απέτεινε την απότομον εκείνην ερώτησιν περί της πατρίδος του εις τον ενωμοτάρχην. . . Αλλά τόρα δεν αντέλεγε· κάμνει και η κουρούνα θαύματαγίνονται κ' οι καμπίσοι παλληκάρια!. . . Και έκυψε την κεφαλήν ο γέρων προ του νεοφανούς κ' εβυθίσθη εις σκέψεις.

Γύρω μου να στέκουν μούτρα χαρωπά, όχι σκέπαις, μαύρα, και κραυγαί οδύνης, να μην έλθη ράσο και για 'με παπά, κι' ούτ' ο Αναγνώστης της Αγιάς Ειρήνης. Να με παν οι φίλοι έξω 'στα θυμάρια με κρασί και μπύρα όλοι των κουρούνα, και αντί παπάδων θλιβερά τροπάρια την &Μασκότ& να ψάλλουν και την &Παπαρούνα&.

Τι θα γείνω, είπεν, όταν μου μιλήση ο βασιληάς και καταλάβη από τα πρώτα μου λόγια ότι είμαι μια χωριάτισσα του βουνού που δεν ξέρει τίποτε από κόσμο; — Μη σε νοιάζει, αποκρίθηκε τ' αηδόνι. Αυτή η φιλενάδα μου η Κουρούνα, που βλέπεις κοντά μου, φωλιάζει από εκατόν είκοσι χρόνια εις την στέγη του παλατιού και ξεύρει όλα του τα φανερά και τα μυστικά. Την έφερα επίτηδες για να σε κατηχήση.