United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετοιμάσθηκαν να ορμήσουν ένας στον άλλον, να γροθοκοπηθούν, να ξεμαλλιασθούν, να ξεσχισθούν το κατάστρωμα να στρώσουν με τα κρέατα τους, να βάψουν τη θάλασσα με το αίμα τους.

Άφησα να με σέρνη χωρίς θέληση η γυναίκα μου και δεχόμουνα την κάθε εντύπωση με μια συγκίνηση, σα να είμουνα δώδεκα χρόνια νεώτερος και να καθόμουνα στο κατάστρωμα και να τραβούσα προς νέα άγνωστα τέρματα, που μέλλανε ναλλάξουνε την καθημερινή ζωή μου και να δώσουνε σ' όλην την ύπαρξη, νέες άποψες. Η γυναίκα μου μού φαινότανε ξανανιωμένη όπως και γω.

Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπετάν-Παρμάκης, ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων ανέμων.

Περπάτησα στο κατάστρωμα και είδα μερικούς Έλληνες, που είχαν ξυπνήσει να δουν, με κανέναν πόθο ίσως, τα Δαρδανέλια και την Πόλη . Ήταν και μια Ρωσίδα φουσκωμένη, που κοίταζε με βουλιμία. Κοίταζαν και δυο Αμερικάνοι με απλοϊκή περιέργεια.

Ανέβηκε στο κατάστρωμα με τη λύπη και την απογοήτεψη ζωντανά σφραγισμένη στο πρόσωπό του., Από πάνω από το επίστεγο άκουσε να κατεβαίνει ο ήχος και τα λόγια τραγουδιού. Έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει μέσ' στης παπαδιάς τ' αμπέλι. Μαζί με τον ήχο συλλογίστηκε με ευχαρίστηση ότι θα μπορούσε κι' αυτός ν' αλλάξει την εκμυστήρεψή του σε τραγούδι.

Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.

Να πατήσω μια στο κατάστρωμα, έλεγα, και δουλειά όση θέλεις. Και αληθινά ερρίχθηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιγνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, πρώτος ανέβαινα. Ίσως ο θείος μου ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, να μάθω τους άμετρους κόπους του ναύτη και να μετανοήσω.

Έπειτα έπεφτεν ο άνεμος, τα πανιά εκυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά ελάγκευαν κ' εχτυπιόνταν στο κατάστρωμα, ως που έμεναν τέλος ακίνητα, νεκρά. Και ο καπετάν Κρεμύδας φαρμακωμένος εσυχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τα δόντια του. Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε! ...

Άλλο εκεί εγλυστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρι που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώση κοιμάμενο τον εχθρό της και καθώς έφθανε κοντά, εψήλωνε για μιας θεόρατο, εκαβάλαε το κατάστρωμα, εσάρωνε ό,τι εύρισκεν εμπρός, ξύλα και σχοινιά και σίδερα κ επερνούσεν αντίπερα, γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας με πείσμα που δεν ημπόρεσε να φέρη περισσότερη καταστροφή.

Οι δύο ιερείς, πρώην ναυτικοί, οίτινες είχαν αναρρίψει τα επιτραχήλια επί τον δεξιόν ώμον, και είχαν αναβή ελαφροί εις το κατάστρωμα, τελέσαντες τον αγιασμόν επλησίασαν εις την κωπαστήν και έβλεπαν τα συμβαίνοντα, διότι καταρριφθείσης ήδη και της προχείρου κλίμακος έμελλον να μείνωσιν επί του πλοίου, και δεν θα κατέβαιναν πριν πέση το πλοίον εις την θάλασσαν, και δυνηθώσι να κατέλθωσι με τας ιεράς εικόνας εις την βάρκαν.