United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135 κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον πείναν δεν είχε, ως έλεγεαυτήν, 'που τον ερώτα. και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος, κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν, και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140 εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι αμάλακτο καιταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη. κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».

Μα τέλος πια σα χόρτασαν με το να βλέπουνται έτσι, πρώτος τότε ο θεόμορφος γιος είπε του Δαρδάνου «Μη, θεοπαίδι, τώρα αργείς, μον πες τους να μου στρώσουν, 635 για να χαρούμε μια σταλιά και το γλυκό τον ύπνο.

ΗΡΑΚΛΗΣ Αν με αφήσης, Άδμητε, θα σ' το χρωστώ ως χάριν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν είναι πρέπον, Ηρακλή, να πας σε άλλο σπίτι. Οδήγησε τον ξένον μας απ' έξω στους ξενώνας, και σύστησε στους φύλακας να στρώσουν το τραπέζι με άφθονα τα φαγητά. Να κλείσουνε της θύρες που φέρνουν μέσα. Ο ξένος μας δεν πρέπει να ακούση τους στεναγμούς, να λυπηθή την ώρα που θα τρώγη. ΆδμητοςΧορός

Δεν μπορούσανε να μένουν όλοι τους καλοκαρδισμένοι, μάλιστα οι Γότθοι, αν και τους φέρνουνταν πιο πονετικά από το Συνέσιο, πιστεύοντας πως με τον καιρό θα στρώσουν και θα καταντήσουν ένα με τους δικούς μας, καθώς κ' έγινε· και για δαύτο είχε πάντα καλό λόγο για όσους Γότθους έπαιρναν εκκλησιαστικά κι άλλο είδος πολιτισμένα αξιώματα κ' επαγγέλματα.

Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330 εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώσηόλα• και η φήμη εκείνου πάντοτετην γην την σιτοδώρα να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα». Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335 να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση. κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φωςτα χέρια, εκείναις• και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν• «σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη». είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.

— Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν πλατέαις, θα στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν δέντρα, θα φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το σιεργιάνι. Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . . — Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά; Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς.

Καθώς είδαμε όμως, μήτε οι Γότθοι δεν έφταιγαν τόσο, μήτε οι Ευνούχοι κ' οι Έπαρχοι, όσο ο Βασιλέας. Σ' ένα πράμα μάλιστα στάθηκαν πολύ άξιοι διπλωμάτες αυτοί οι παράσιτοι, που είχανε δεν είχανε τους κατάφεραν τους ΒισιΓότθους με τον καιρό και τράβηξαν κατά τη Δύση, να ζητήσουν καινούρια λημέρια κ' εκεί να το στρώσουν .

Ως και τα γυναικόπαιδά τους και τα χρειασήδια τους τα κατέβαζαν τώρα μαζί τους, κι απ' αυτού αποφαίνεται πως σκοπός τους είταν όχι έτσι να κλέψουν και ν' αρπάξουν, παρά να πιάσουν αλάκαιρες επαρχίες και να το στρώσουν εκεί για πάντα. Δυο χιλιάδες πλεούμενα τους κουβάλησαν από τον Εύξεινο στην Προποντίδα, και κείθε ως στα νερά της Θεσσαλονίκης. Γραφτό τους όμως είτανε να την πάθουν πάλι.

Κι' ο Πάτροκλος τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες γοργά να στρώσουν μαλακό του Φοίνικα στρωσίδι· κι' αφτές την προσταγή τ' ακούν και του βολέβουν στρώμα660 προβιά, αντρομίδα, και λινό λεφτόφαντο σεντόνι. Εκεί πεσμένος πρόσμενε ο γέρος την αβγούλα.

Ετοιμάσθηκαν να ορμήσουν ένας στον άλλον, να γροθοκοπηθούν, να ξεμαλλιασθούν, να ξεσχισθούν το κατάστρωμα να στρώσουν με τα κρέατα τους, να βάψουν τη θάλασσα με το αίμα τους.