United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330 εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώσηόλα• και η φήμη εκείνου πάντοτετην γην την σιτοδώρα να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα». Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335 να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση. κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φωςτα χέρια, εκείναις• και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν• «σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη». είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.

Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα, όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία. και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα• 335 «Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις; ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει, μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα, 'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι 340 κτήματα, χάριςτους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα».

Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει. και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, τότε καθείςτα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230 κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις•αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα, ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι, και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235 αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπετον Οδυσσέα• «Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει; δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα