United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τριστάνε, μια φορά αν σας μιλούσα, λίγο θα μ' έμελλε πεια να πεθάνω. Φίλε, αν δε φθάσω μέχρις εσένα, θα πη πώς δεν το θέλει ο Θεός, κι' αυτή είναι η πειο μεγάλη μου λύπη. Λίγο με μέλει για το θάνατο. Αφού ο Θεός το θέλει θα τον δεχτώ. Αλλά, φίλε, όταν θα το μάθετε, θα πεθάνετε, το ξέρω καλά. Τέτοιος είναι ο έρωτάς μας που δε μπορείτε να πεθάνετε δίχως εμένα, ούτ' εγώ δίχως εσάς.

Συνέβη πολλάκις ή μόνος να εικάσω ή οδηγούμενος παρ' άλλου να φθάσω εις μίαν θύραν και να νομίζω ότι επί τέλους ανεκάλυψα την ζητουμένην οικίαν, εσυμπέραινα δε τούτο εκ του πλήθους των εισερχομένων και εξερχομένων, οίτινες όλοι ήσαν σκυθρωποί και σοβαροί το παράστημα και εφαίνοντο βυθισμένοι εις σκέψεις. Ανεμίχθην εις αυτούς και εισήλθα.

ΔΩΓΚΑΝ Πού είν' ο Θάνης; Έτρεχα τα ίχνη του να φθάσω, με τον σκοπόν εγώ εδώ να τον προϋπαντήσω· αλλά μ' επρόλαβεν αυτός. Ως άλλο φτερνιστήρι τον έσπρωχν' η αγάπη του, και έφθασεν ο πρώτος. Φιλοξενίαν σου ζητώ την νύκτ' αυτήν, Κυρία.

Λίγεια είπε μετά βραχείαν σιωπήν, δεν σε εγνώριζα πρότερον. Τώρα ηξεύρω, ότι έλαβα κακόν δρόμον διά να φθάσω μέχρι σου. Σου λέγω λοιπόν: Επίστρεψον εις της Πομπωνίας Γραικίνας και έσο πεπεισμένη ότι εις το μέλλον κανείς δεν θα σηκώση χείρα εναντίον σου. Το πρόσωπον της Λιγείας εσκυθρώπασεν αίφνης.

Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθητο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας. και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205 το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε· «Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει, ήλθα τον χρόνον εικοστόντην γη την πατρική μου. ξεύρ' ότι από τους δούλους μουεσάς τους δύο μόνον έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210 κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσωτην πατρίδα. και ό,τι θα γείνη αληθινάεσάς θα φανερώσω· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην, κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215 και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου, κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω, να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας, το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος, 'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220

ΠΗΛΕΥΣ Να ξεριζώσω τα μαλλιά μου, να κτυπώ με τα χέρια το κεφάλι μου; Ω πόλις, ω πόλις, δύο παιδιά μου εστέρησε ο Απόλλων! ΧΟΡΟΣ Ω δυστυχισμένε, που έπαθες και είδες τόσας συμφοράς, τι ζωήν θα κάμης τώρα πλέον; ΠΗΛΕΥΣ Χωρίς παιδιά, έρημος, χωρίς να βλέπω τέλος εις τα δεινά μου, θα φθάσω εις το τέλος της ζωής μου. ΧΟΡΟΣ Αδίκως σ' ετίμησαν τόσον εις τους γάμους σου οι θεοί.

Ήτον είς μικρός βοσκός με την κάππαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και, να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω . . . Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν η ευρίσκεται ενσαρκωμένη . . .

— Ω, είπεν η μικρά κόρη δεν βαρύνομαι την δουλειά, αλλά βιάζομαι να φθάσωτον παππού. Πώς να σ' αφήσω όμως κ' εσένα παραπονεμένην. . . Θα σου κάμω όσα μου εζήτησες και έπειτα θα τρέξω, θα τρέξωτον δρόμον μου όσο βιαστικά ημπορώ.

Αυτή η είδησις μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα, που με όλην την βίαν που έλαβα να φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα έδωσε τέλος.

Τώρα όμως μάθετε καλώς, ότι ελπίζω να φθάσω εις ανθρώπους αγαθούς· και τούτο μεν δεν ημπορώ καλά να το βεβαιώσω· ότι όμως θα φθάσω πλησίον εις θεούς κυρίους πολύ αγαθούς, μάθετε καλώς ότι δύναμαι να βεβαιώσω και τούτο περισσότερον από κάθε άλλο εκ των τοιούτων πραγμάτων.