United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ακτή έψαυσε την ωραίαν καστανήν κόμην. — Ω! είναι περιττόν να σου την ράνω με χρυσόν αι τρίχες της έχουν χρυσάς ανταυγείας . . . Πρέπει να είναι θαυμασία η χώρα των Λιγείων, όπου γεννώνται τοιαύται νεάνιδες. — Δεν την ενθυμούμαι, υπέλαβεν η Λίγεια. Ο Ούρσος μου είπεν, ότι εις τον τόπον μας υπάρχουν δάση και δάση . . .

Ο Βινίκιος και η Λίγεια είχον λησμονήσει την φυλακήν, όλον τον κόσμον, και ενούντες τας ουρανίους ψυχάς των, ήρχισαν να προσεύχωνται. Μόλις εξημέρωνε, τα πρώτα κύματα του πλήθους είχον αρχίσει να συρρέουν προς τους κήπους του Καίσαρος.

«Η Λίγεια εάν ήτο και αδελφή μου ή σύζυγός μου, δεν θα ηδύνατο να με περιποιηθή τρυφερώτερον ή όσον με επεμελήθη. Πολλάκις εσκέφθην ότι μόνον ο έρως θα ηδύνατο να εμπνεύση τόσην μέριμναν. »Πολλάκις ανέγνωσα τον έρωτα τούτον εις το πρόσωπον και εις τους οφθαλμούς της.

Έπειτα την έλαβεν από την χείρα σιωπηλώς, την παρετήρει με θαυμασμόν και επανελάμβανε το όνομά της ως να ήθελε να βεβαιώση εαυτόν ότι την είχεν επανεύρει, ότι ευρίσκετο πλησίον της. — Ω Λίγεια! Λίγεια!

Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών. Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε: — Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε; — Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.

Ο νεαρός πατρίκιος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως. Πολλάκις είχε πιστεύσει ότι δεν ήτο αδιάφορος προς αυτόν η Λίγεια, αλλ' επανέπιπτε πάντοτε εις αμφιβολίαν και αβεβαιότητα! Τώρα διά πρώτην φοράν ήκουε την επιβεβαίωσιν των πόθων και των ελπίδων του από το στόμα ενός ξένου, και ο ξένος ούτος ήτο χριστιανός!

Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια εσκίρτησεν εξ ελπίδος. — Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με αποδώσης εις την Πομπωνίαν . . . — Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον;

Αίφνης η σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν. — Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος.

Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος. Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής. — Είσαι τόσον καλή, Ακτή! — Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης. Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος.

Ο μικρός Άουλος, όστις κατά την ξενίαν του Βινικίου είχε συνάψει φιλίαν μαζύ του, τον εκάλεσε να παίξουν την σφαίραν. Κατόπιν του παιδίου, η Λίγεια είχεν εισέλθη εις το τρίκλινον. Υπό το φύλλωμα του κισσού με μικράς αναλαμπάς εις το πρόσωπον, η Λίγεια εφάνη εις τον Πετρώνιον ωραιοτέρα ή εις το πρώτον βλέμμα, και ως πραγματική νύμφη.