United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βέβαιον όμως είνε, ότι η παροιμιακή δόξα της ελευθέρας Κερκύρας ωχρίασεν από πολλού προ της αίγλης των Αθηνών. Δεν ειξεύρω πότε ανεκάλυψε και πώς δικαιολογεί η νεωτέρα ψυχολογία την ανακάλυψιν, ότι το άσμα είνε ενδόμυχος ανάγκη και αυτόματος ούτως ειπείν έκχυσις τοιαύτης τινός ή τοιαύτης ψυχικής καταστάσεως, ιδίως δε των δύο άκρως αντιθέτων, της φαιδρότητος και της μελαγχολίας.

Η πεποίθησις αύτη προσέδιδε τόσην έντασιν εις το όνομά του και ελίκνιζε τόσον ευχαρίστως την ψυχήν του, ώστε εφαίνετο εμπνευσμένος. Εις το τέλος, ωχρίασεν εξ ειλικρινούς συγκινήσεως. Διά πρώτην φοράν βεβαίως δεν ηθέλησε να ακούση τους επαίνους των ακροατών.

Ο νεαρός πατρίκιος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως. Πολλάκις είχε πιστεύσει ότι δεν ήτο αδιάφορος προς αυτόν η Λίγεια, αλλ' επανέπιπτε πάντοτε εις αμφιβολίαν και αβεβαιότητα! Τώρα διά πρώτην φοράν ήκουε την επιβεβαίωσιν των πόθων και των ελπίδων του από το στόμα ενός ξένου, και ο ξένος ούτος ήτο χριστιανός!

Ο Νέρων έρριψε προς αυτόν βλέμμα πλήρες περιφρονήσεως. — Εγώ να γίνω θεατής ξυλίνων παραπηγμάτων καιομένων! Ο εγκέφαλος σου εσκληρύνθη, Τιγγελίνε. Εκτός τούτου, βλέπω ότι δεν εκτιμάς ποσώς το τάλαντόν μου και την Τροίαν μου, επειδή κρίνεις αυτά ανάξια μεγαλειτέρας θυσίας. Ο Τιγγελίνος ωχρίασεν. Ο Νέρων, ως εάν ήθελε να αλλάξη ομιλίαν, προσέθηκεν: — Έρχεται το θέρος.

Καθώς έκυπτε προς αυτόν, ούτος ησθάνθη την θερμότητα του σώματός της, τα κύματα της κόμης της του έκαυσαν το στήθος και εκείνος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως· αλλ' εν τη ταραχή και τη παραφορά του πάθους ενόει επίσης ότι ουδεμία κεφαλή εις τον κόσμον τω ήτο τόσον προσφιλής και ότι όλος ο κόσμος ήτο μηδέν δι' αυτόν. Άλλοτε ωρέγετο την Λίγειαν, τώρα την ηγάπα εξ όλης της καρδίας του.

Τέλος μίαν ημέραν έφθασε με πρόσωπον τόσον σκυθρωπόν, ώστε ο πτωχός Βινίκιος ωχρίασεν ως τον είδε και έσπευσε προς αυτόν μόλις έχων την δύναμιν να ερωτήση: — Η Λίγεια δεν ευρίσκεται μεταξύ των Χριστιανών; — Ναι, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων· αλλά εύρον μεταξύ αυτών και τον Γλαύκον, τον ιατρόν. — Τι λέγεις; ποίος είναι αυτός;

Γράψον εις τους υπηρέτας σου να έλθουν απόψε με έν φορείον διά να σε μεταφέρουν εις την οικίαν σου. Εδώ ευρίσκεσαι εις τον οίκον πτωχής χήρας, ήτις δεν θα βραδύνη να επανέλθη με τον υιόν της. Αυτός θα φέρη την επιστολήν σου· ημείς πρέπει να ζητήσωμεν άλλο καταφύγιον. Ο Βινίκιος ωχρίασεν. Εάν έχανεν εκ νέου την Λίγειαν, δεν θα την επανέβλεπε πλέον ποτέ.

Είνε αληθές: είς από τους σπουδαιοτέρους . . . και ο Βιτέλλιος; Ο Βιτέλλιος ωχρίασεν, αλλ' ήρχισε να γελά. — Το πάχος μου, είπε, θα επροκάλει νέαν πυρκαϊάν. Εν τούτοις ο Νέρων εζήτει έν θύμα, το οποίον θα ηδύνατο αληθώς να κορέση την οργήν του λαού, και το εύρε: — Τιγγελίνε, είπε, συ έκαυσες την Ρώμην! Οι παρεστώτες εφρικίασαν.

Το πρόσωπον του Νέρωνος έτρεμε, και μετά μίαν στιγμήν, άφθονα δάκρυα έρρεον από των οφθαλμών του. Εστηρίχθη με τας δύο χείρας επί των βραχιόνων του Πετρωνίου, έθεσε την κεφαλήν επί του στήθους του και επανέλαβε μετά λυγμών: — Είσαι ο μόνος, ο μόνος όστις εσκέφθης αυτό. Συ μόνος, Πετρώτριε· συ μόνος! Ο Τιγελλίνος ωχρίασεν εκ πείσματος. Ο Πετρώνιος εξηκολούθησε: — Αναχώρησον εις το Άντιον!