United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α! αυτούς να σας ειπώ δεν τους εμέτρησα. Εγώ ήμην ως προ μιας εβδομάδος εις το σχολείον. Αλλά ξεύρω, ότι ο πατέρας έχει πολλούς υπηρέτας. Πάμε να τον ερωτήσωμεν πόσους! — Και λαβούσα με εξαίφνης από της χειρός ανήλθε την κλίμακα αστραπηδόν μετ' εμού, όστις την παρηκολούθησα πριν το σκεφθώ.

Διότι δεν σου επιτρέπεται να παίζης με τους νόμους, ούτε διά τας ιδιοτροπίας σου να συγκαλής τα δικαστήρια και να υποβάλης εις κόπους τους δικαστάς και να τους μεταχειρίζεσαι ως υπηρέτας των ορέξεών σου, ούτως ώστε οτέ μεν να τιμωρούν, οτέ δε να συμφιλιώνουν, κατά τας διαθέσεις σου.

Έπειτα δε υπάρχει και κάτι το οποίον λέγεται κρυπτεία υπερβολικά κουραστική εις την αντοχήν, και εις τας κακοκαιρίας η ανυποδησία και η αστρωσία και η αυτοϋπηρεσία χωρίς υπηρέτας, είτε την νύχτα πλανώνται εις όλην την χώραν είτε την ημέραν.

Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους. Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι, με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα, 'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη, δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις.

Ούτω λοιπόν χωρίς να αποδείξη τίποτε κατ' εκείνην την στιγμήν, έμεινεν απαθής· άμα όμως εξημέρωσεν, ετοιμάσασα τους υπηρέτας όσους ήξευρεν ότι ήσαν πολύ πιστοί εις αυτήν, εκάλεσε τον Γύγην. Ούτος δε φρονών ότι αυτή δεν ήξευρε τίποτε από τα γενόμενα υπήκουσεν εις την πρόσκλησίν της· καθότι συνείθιζε πάντοτε να έρχεται προθύμως οσάκις τον εκάλει η βασίλισσα.

Αφού λοιπόν ετελείωσαν το έργον τους εκείνοι οι φύλακες των αλόγων, μετά δύο ημέρας ανεχωρήσαμεν διά την πρωτεύουσαν. Και φθάνοντας εκεί με παρουσίασαν εις τον βασιλέα και του εδιηγήθην όλα μου τα συμβάντα· αυτός έλαβεν ευσπλαγχνίαν και έλεος δι' εμέ· και διώρισε τους υπηρέτας του να με περιποιούνται.

Ουδέν, λέγομεν, εν τω προσώπω της Λαίδης Μάκβεθ το φυσικόν ή ανεπιτήδευτον. Κατά την ώραν της δολοφονίας πίνει ποτόν μεθυστικόν όπως εξαφθή, ότε δε ο Μάκβεθ λέγει ότι εφόνευσε τους δύο παρακοιμωμένους υπηρέτας του βασιλέως Δώγκαν, λειποθυμεί αύτη. Παρ' ολίγον εφόνευεν αυτή τον Δώγκαν, αλλά δεν ετόλμησε, λέγει, διότι μ' εφάνη πως βλέπω τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο.

Τους δε ονομαζομένους άρχοντας τόρα τους ωνόμασα υπηρέτας των νόμων, όχι διά να καινοτομώ εις τας λέξεις, αλλά διότι νομίζω ότι με αυτό προ πάντων υπάρχει σωτηρία εις την πόλιν και το αντίθετον. Δηλαδή εις όποιαν πόλιν κυριαρχείται και ακυρώνεται ο νόμος, βλέπω ότι η καταστροφή της είναι ταχεία.

Δηλαδή μόλις εισαχθούν οι δώδεκα θα συναντηθούν με τους πέντε και θα συνεννοηθούν ότι ως άλλοι υπηρέται δεν θα έχουν πλησίον των άλλους υπηρέτας και δούλους, ούτε από τους άλλους γεωργούς και τους συγχωριανούς εκείνων θα μεταχειρίζωνται ως υπαλλήλους διά τας ιδικάς των υπηρεσίας, αλλά μόνον δι' όσας αναφέρονται εις τα δημόσια.

Τα χρήματα δε, τα οποία εισέπραττεν ο Αλέξανδρος, δεν εκράτει μόνον προς ιδίαν χρήσιν, ούτε τα απεθησαύριζε δι' εαυτόν• αλλ' έχων ήδη πολλούς συνεργάτας και υπηρέτας, κατασκόπους, χρησμοποιούς και χρησμοφύλακας, γραφείς και σφραγιστάς και εξηγητάς των χρησμών, έδιδεν εις όλους κατά την υπηρεσίαν εκάστου.