United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ ενθυμούμαι ότι εις τους νόμους αναφέρεται και τούτο, εκτός εάν από την πολλήν δουλείαν ελησμόνησα τα υπ' αυτών αναφερόμενα, ότι τα καθιστώντα το έγκλημα του φόνου είνε διττά, πρώτον εάν κανείς ο ίδιος εφόνευσε και δεύτερον, εάν αυτός μεν δεν εφόνευσεν ούτε ιδιοχείρως έπραξε τον φόνον, αλλ' ηνάγκασε και έδωκεν αφορμήν του φόνου.

Εφόνευσε δε ο παράσιτος του Αχιλλέως πολλούς εκ των βαρβάρων και μεταξύ αυτών τον υιόν του Διός Σαρπηδόνα.

Την διήγησιν του ιερέως διέκοπτεν ανά πάσαν στιγμήν ο Ανδρέας, με τας ερωτήσεις του: Πώς ενόησεν ο Παππά-Σεραφείμ ότι ο σκύλος ήτο λυσσασμένος, τι τον έκαμε, πού τον έδεσε, πώς τον εφόνευσε; Ο ιερεύς απεκρίνετο λεπτομερώς, εκ δε των ερωταποκρίσεων εκείνων ομολογώ ότι έμαθα ουκ ολίγα περί λύσσης την εσπέραν εκείνην.

Όστις δε εφόνευσε από έξαψιν αλλά και με προμελέτην εις τα άλλα μεν ας τιμωρηθή συμφώνως πάλιν με τον προηγούμενον, περιπλέον δε καθώς ο άλλος εξεπατρίσθη δύο έτη, αυτός ας εκπατρισθή τρία έτη, διά να τιμωρηθή περισσότερον καιρόν διά τον μεγαλίτερον θυμόν του. Η δε επιστροφή αυτών να γίνη ως εξής.

Ο Αμλέτος μανιακός εφόνευσε τον γέρον Πολώνιον, κ' έσυρε το σώμ' απ' το δωμάτιον της μητρός του· θα πάτ' ευθύς να τον ευρήτε μ' εύμορφον τρόπον, και θα φέρετε το πτώματο παρεκκλήσι· ω φίλοι, μην αργοπορήτε.

Οι ούτω αποχωρισθέντες ως εθελονταί παρεδόθησαν εις απόσπασμα στρατού, το οποίον, αφού τους απεμάκρυνε, τους περιεκύκλωσε και τους εφόνευσε διά λογχισμών. Έπειτα απεκόπησαν αι κεφαλαί των και εξεσφενδονίσθησαν εις το μέρος όπου εφυλάσσοντο τα γυναικόπαιδα. Εν τω μεταξύ οι άτακτοι ελεηλάτουν και κατέστρεφον ό,τι έμενεν ακόμη εις το Αρκάδιον, και εβεβήλουν τον ναόν.

Ευρόντες δε εις έν κελλίον τρεις βαθυγήρους μοναχούς, τυφλούς και παραλυτικούς εκ του γήρατος, τους έκαυσαν ζωντανούς. Ενώ δε ούτοι εις ταύτα κατεγίνοντο, μία των περιστερών, τας οποίας είχε φυγαδεύσει εκ του μοναστηρίου της μάχης η βοή και ο πάταγος, ήλθε κ' εκάθησεν επί του κωδωνοστασίου. Ιδών δε αύτην είς των Τούρκων, την επυροβόλησε και την εφόνευσε.

Τώρα, την έχασα διά παντός! Ω Κορδηλία, στάσου, μη φεύγεις, Κορδηλία μου, ακόμη... Α! Τι λέγεις... Ήτον γλυκειά, ήτον σεμνή και ήσυχη η φωνή της, και είναι τούτο στολισμός μεγάλοςτην γυναίκα!... Εκείνον οπού σ' έπνιξε του πήρα την ζωήν του! ΑΞΙΩΜ. Αλήθεια. Τον εφόνευσε; ΛΗΡ Δεν είν' αλήθεια; Πε το! Ήτον καιρός που έφθανε το κοπτερόν σπαθί μου να κάμη όλους να πηδούν!

Μία φυλή Αθηναίων οπλιτών, υποστηριζομένη παρ' όλου του ιππικού, προσέβαλε και έτρεψεν εις φυγήν τους Συρακουσίους ιππείς, εφόνευσέ τινας εξ αυτών και έστησε τρόπαιον προς ανάμνησιν της ιππομαχίας ταύτης.

Ουδέν, λέγομεν, εν τω προσώπω της Λαίδης Μάκβεθ το φυσικόν ή ανεπιτήδευτον. Κατά την ώραν της δολοφονίας πίνει ποτόν μεθυστικόν όπως εξαφθή, ότε δε ο Μάκβεθ λέγει ότι εφόνευσε τους δύο παρακοιμωμένους υπηρέτας του βασιλέως Δώγκαν, λειποθυμεί αύτη. Παρ' ολίγον εφόνευεν αυτή τον Δώγκαν, αλλά δεν ετόλμησε, λέγει, διότι μ' εφάνη πως βλέπω τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο.