United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήδη ο στρογγυλός θυρωρός, φοβερός ωτακουστής, ακούσας έσπευδε να καλέση τους μοναχούς προλαβών του υπομοιράρχου τας σκέψεις. — Να έλθουν όλοι, διέταξε τότε ο αρχηγός, λαβών όλον το ύφος το σκληρόν αρχηγού αποσπάσματος, καταδιώκοντος ληστάς διότι έχω να σας αναγνώσω σπουδαίον έγγραφον της Κυβερνήσεως περί των ληστών.

Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.

Ευρόντες δε εις έν κελλίον τρεις βαθυγήρους μοναχούς, τυφλούς και παραλυτικούς εκ του γήρατος, τους έκαυσαν ζωντανούς. Ενώ δε ούτοι εις ταύτα κατεγίνοντο, μία των περιστερών, τας οποίας είχε φυγαδεύσει εκ του μοναστηρίου της μάχης η βοή και ο πάταγος, ήλθε κ' εκάθησεν επί του κωδωνοστασίου. Ιδών δε αύτην είς των Τούρκων, την επυροβόλησε και την εφόνευσε.

— «Όχι, όχι», κράζει άξαφνα άλλη βαθύτερη φωνή παραπέρα, «όχι ακόμα! ακόμα να μην κατέβης! Πήγαινε στο χωράφι, πάρε το σκαλιστήρι, και σκάλιζε, σκάλιζε! Δεν είσουν εσύ γεννημένος για ξενιτειές· μήτε για τουφέκι δεν είσουν. Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου. Πήγαινε, κι άφηνέ μας εμάς μοναχούς ακόμα λιγάκι.

Και μόνον αι αίγες είχον εκεί την προσφιλή των διαμονήν με τα μηκάσματά των και τους κωδωνίσκους των διασκεδάζουσαι τους μοναχούς. Προς δε το νοτιοανατολικόν άνω του χειμάρρου υψούτο πολύ ταπεινώτερος άλλος βραχώδης λόφος, εις την βορειοανατολικήν πλευράν του οποίου λειανθείσαν, φαίνεται, εκτίσθη η Μονή του Ευαγγελισμού.

Διότι εγίνωσκεν ότι ο κύριός του είχε προ πολλού διακόψει πάσαν προς τους μοναχούς σχέσιν και ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ετόλμα άνθρωπος φορών ράσον να παρουσιασθή όπως ζητήση συνέντευξιν μετά του Πλήθωνος. — Και τι τον θέλεις; ηρώτησεν ο Θεόδωρος αποτόμως. — Θέλω να τω ωμιλήσω, απήντησε μετά συστολής ο ξένος. — Τι έχεις να το είπης; Ο ξένος εκίνησε τους ώμους.

Όταν δ' οι λησταί μετά την διάπραξιν του ληστρικού των εγχειρήματος ανεχώρουν εκ της Μονής, η ώρα ην ωσεί ενδεκάτη της ημέρας. Δεν ηθέλησαν πλέον πρωί να εμφανισθώσιν εις τους μοναχούς, ίνα μη κινήσωσι το φιλύποπτον αυτών.

Και παραλαβών τους συμμορίτας ανήλθε προς το βουνόν εν βία, αφείς δεδεμένους τους μοναχούς. Αι αίγες δεν διασκελίζουσιν ετοιμότερον τα βράχη, ως διεσκέλιζον τους θάμνους οι τέσσαρες λησταί. — Θα μας προδώση ο πορτάρης· είπεν ο αρχηγός φρυάττων, όταν εξήλθον από του Μοναστηρίου.

Ο σεβάσμιος πρεσβύτης εθυμίασε τας εικόνας πρώτον, είτα τον δεξιόν ψάλτην, είτα τον αριστερόν, ακολούθως τους τρεις μοναχούς ή δοκίμους και τελευταίον τον Αγάλλον. Ο Αγάλλος υπέκλινε προς το θυμίαμα, είδε τους αλλοκότους ισχνούς και διαυγείς χαρακτήρας του σεβασμίου πρεσβύτου, κ' επίστευσε πλέον ότι επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον. Άλλως δεν ηδύνατο να εξηγήση το δράμα.

Και όμως αυτή τη στιγμή, που είμαι μελαγχολική, ο νους μου πετά σ' εσένα και θέλω να σου πω τόσα-τόσα πολλά.....Θα σου γράψω αργότερα ένα εκτεταμένο γράμμα. Πες μου όμως πρώτα πως δεν θα ζηλέψης αν σου ξεμολογηθώ πως. . . . ΝΙΚΟΣΔώρα . . . Αχ! Θεέ μου. Πώς ήρθατε εδώ κύριε Νίκο. Αν μας εύρουν μονάχους! Πώς τρέμω. Μη φοβάσαι, Δώρα. Δεν είναι κανένας να μας ιδή. Όλοι είναι κάτω στο καφενείο.