United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είς δε των ιερέων πολύ γέρων, είπε τότε· Ω Σόλων, Σό- λων, οι Έλληνες είσθε πάντοτε παίδες και Έλλην γέρων δεν υπάρχει. Ακούσας ταύτα ο Σόλων, πώς είπε, πώς εννοείς τούτο; Είσθε νέοι, απεκρίθη, όλοι κατά τας ψυχάς. Διότι δεν έχετε εις αυτάς εξ αρχαίας παραδόσεως καμμίαν παλαιάν γνώμην και καμ- μίαν γνώσιν, ήτις να έχη γίνη με τον χρόνον παλιά.

Η όρασις της διανοίας αρχίζει να βλέπη οξέως, όταν η των ομμάτων αρχίζη να παρακμάζη· συ δε είσαι μακράν απ' αυτά ακόμη. Και εγώ ακούσας: — Τα μεν εκ μέρους μου, είπα, αυτά είνε, και τίποτε δεν ελέχθη άλλως ή όπως το διανοούμαι· συ δε σκέψου επ' αυτών και αποφάσισε ό,τι νομίζεις άριστον και δι' εμέ και διά σε.

Εθυσίασεν όλην την περιουσίαν του διά να με λυτρώση εκ της δουλείας, χωρίς να με γνωρίζη. Είθε ο Κύριος ημών ο Λυτρωτής να του παρασκευάση εις αντάλλαγμα ουρανίαν αμοιβήν! Ο γιγαντόσωμος εργάτης ακούσας τας λέξεις ταύτας, υπεκλίθη και ησπάσθη την χείρα του Χίλωνος. — Πώς ονομάζεσαι, αδελφέ μου; ηρώτησεν ο Έλλην. — Πάτερ, εις το άγιον βάπτισμα έλαβον το όνομα Ουρβανός.

Διά τούτο δεν παρεξενεύθην, μη ακούσας ταύτην την φοράν τας δεξιώσεις της Οθωμανίδος, όπισθεν του δικτυωτού παραθύρου της. Αλλ’ όταν, ανοιγείσης της θύρας, είδον ενώπιόν μου μικρόν, βλακωδώς προσατενίζον με τουρκόπαιδον, και ουχί την ωχράν του Κιαμήλ όψιν, ποιούντος τον μεγάλον αυτού τ ε μ ε ν ά ν με το αιωνίως μελαγχολικόν εκείνο μειδίαμα, δεν ηξεύρω πώς διετέθην ξένως και παραδόξως.

Αλλ' οι Έλληνες απεκρίθησαν ότι επειδή εκείνοι ουδεμίαν ικανοποίησιν έδωκαν εις αυτούς διά την αρπαγήν της Αργείας Ιούς, κατά συνέπειαν ούτε αυτοί θα δώσωσιν εις εκείνους. Μετά δύο γενεάς ο υιός του Πριάμου Αλέξανδρος, ακούσας τα συμβάντα ταύτα, απεφάσισε να αρπάση γυναίκα εκ της Ελλάδος, πεπεισμένος ότι ουδεμίαν ήθελε δώσει ικανοποίησιν, αφού και οι Έλληνες δεν έδωκαν.

Είνε υπερήφανος διά την νυκτερινήν νίκην. — Σκάντζια-βάρδια: Ανακράζει ο ναύκληρος, ακούσας κροτήσαντα τα ξύλινα κρόταλα του πηδαλιούχου, σημάναντος την ογδόην ώραν της πρωίας, και συγχρόνως κρούει τον κώδωνα της πρώρας, τύπτων συνάμα το κατάστρωμα διά των ποδών του, άνω του θαλάμου των ναύτων, όπως εξεγείρη αυτούς.

Ακούσας την απόκρισιν ταύτην ο Αστυάγης ώπλισεν όλους τους Μήδους, και ως να τον ετύφλωσαν οι θεοί διώρισε στρατηγόν αυτών τον Άρπαγον, λησμονήσας όσα είχε πράξει προς αυτόν. Εις την πρώτην συμπλοκήν με τους Πέρσας, Μήδοι τινες, οίτινες δεν ήσαν μεμυημένοι εις την συνωμοσίαν, επολέμησαν, άλλοι δε ηυτομόλησαν προς τους Πέρσας, οι περισσότεροι όμως εδειλίασαν και ετράπησαν εις φυγήν.

Μετά ταύτα δε, ότε ο Σκύλης επέστρεφεν εις την Σκυθίαν, οι Σκύθαι, ονομάσαντες βασιλέα τον αδελφόν αυτού Οκταμασάδην, γεννηθέντα εκ της θυγατρός του Tήρου, επανεστάτησαν κατά του Σκύλη. Ούτος δε, μαθών τα γινόμενα εναντίον του και την αιτίαν δι' ην εγίνοντο, έφυγεν εις την Θράκην. Ακούσας τούτο ο Οκταμασάδης, εξεστράτευσε κατά των Θρακών και τους απήντησεν εις τον Ίστρον.

Και βλέπων πάλιν προς το στήθος του, ως να συνεπλήρωνε την δοξασίαν του, μετ' ολίγον επέλεγε: — Και τι τρελλότερος που είμαι εγώ! Ακούσας την φωνήν της Αρφανούλας, ανεσήκωσε τα όμματά του κ' ενεθαρρύνθη ολίγον. Σαν να έπηξε κατά τι το λυωμένον πρόσωπόν του, σαν να ενευρώθησαν αι χείρες του, αι ξεβιδωμέναι: — Και σε είχατο νου μου, καϋμένη! Είπε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. &Συνέχεια και τέλος του προοιμίου.& Ήκουσες λοιπόν, ω Σώκρατες, εν συντομία όσα διηγήθη ο Ε. | παλαιός Κριτίας, ακούσας αυτά από τον Σόλωνα. Και διά ταύτα, ότε συ χθες διελέγεσο περί της πολιτείας και περί των πολιτών, τους οποίους περιέγραφες, εθαύμαζον ενθυμούμενος αυτά, τα οποία λέγω τώρα.