United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λουλούδια 'νε για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανώλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του. Εις το σπίτι ο Μανώλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης.

Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν.

Την φοράν ταύτην ηδυνήθην άνευ προσποιήσεως να γελάσω διά τους φόβους του, βοηθούντος μάλιστα και του φωτός της ημέρας. Έσβυσα τον λύχνον και ήνοιξα το παράθυρον διά να εισέλθη εντός του δωματίου ο καθαρός αήρ της αυγής και αι χαρμόσυνοι ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου. Ο άνεμος είχε κοπάσει, ο δε ουρανός ήτο αίθριος. Ήτο μεγαλοπρεπής και ωραία η εκ του παραθύρου θέα!

Σου υπεσχέθην διά της τελευταίας μου επιστολής περιγραφήν του πρώτου μικρού βασιλικού χορού, όστις εδόθη εφέτος, και σπεύδω να εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, πριν ή έλθη του ταχυδρομείου η ημέρα, ωφελουμένη από θερμήν αλλά παροδικήν βεβαίως ηλίου ακτίνα, ήτις εισδύει την στιγμήν αυτήν διά του παραθύρου μου, και ζωογονεί κάπως τους παγωμένους μου δακτύλους. Τι χειμών, αδελφή μου, είνε ο εφετεινός!

Έμενον δε νυν αντικρύ των, προκλητικά ρίπτοντες επ' αυτούς βλέμματα, και οι δύο ουραγοί του Μανώλη, απώτερον ιστάμενοι και δυσκολευόμενοι να εννοήσωσι την στρατηγικήν του αρχηγού των. Μόλις είχεν αναβή ο Μανώλης εις του Σπληνογιάννη, και παράθυρόν τι ελαφρώς τρίξαν υπανεώχθη αντικρύ. Εις το άνοιγμα του παραθύρου εξήλθεν η Τσιρογεώργαινα και έτεινεν άπληστον το ους.

Όταν έφθασε προ της οικίας του Θωμά, ο κρότος του αργαλειού διέκοψε τας μελαγχολικάς του σκέψεις. Σταματήσας υπό το παράθυρον εξερόβηξεν αλλ' ήδη η Πηγή, αναγνωρίσασα το βήμα του, είχεν ανατιναχθή από τον αργαλειόν και το πρόσωπόν της εφάνη μεταξύ των ανθέων του παραθύρου.

Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.

Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να βοηθά τη γυναίκα μου στα συγύρισμα αυτής της κάμαρας, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πειράζη τίποτε κει μέσα. Όλα έπρεπε να τα κάνη μόνη. Κρέμασε λευκές κουρτίνες στο μικρό παράθυρο και στο άδειο του παράθυρου πίσω από τις κουρτίνες έβαλε ένα τραπέζι.

Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν, και οι θερμοί σύζυγοι εχωρίσθησαν, πριν ή έτι διολισθήση εις τον κοιτώνα των διά της πυκνής αυλαίας του παραθύρου η πρώτη πρωινή ακτίς.

Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά: — Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ' εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ' εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό!