United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διηγείτο δε μετ' ολίγον εις το γύφτικον, όπου μετέβη να διορθώση μίαν τσάπαν, ότι ησθάνθη εις την ράχιν του βαρύν κτύπον λίθου, εκσφενδονισθέντος κατ' αυτού από του υψηλοτέρου παραθύρου της στοιχειωμένης οικίας: — 'Σπολλάετη που είχα την κάπα, μωρέ γύφτο, αλλέως άσχημα την είχα, μέρα-μεσημέρι. Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός ήτο υπερήφανος και εις άκρον φιλόδοξος.

Και κύψασα την στιγμήν εκείνην από του παραθύρου είδε γυναίκα, εν αγαλλιάσει κομίζουσαν από του φούρνου εν κυκλοτερεί σινίω τέσσαρα ωραία ψωμία των Χριστουγέννων. Τα ψωμία ανέδιδον θερμήν ευωδίαν, ήτις ζεσταίνουσα της γυναικός τας παρειάς είχε καταστήσει αυτάς ως χρυσοπόρφυρα μήλα. Συνεκινήθη και η γραία και έκλαιεν. Ήδη τα παιδία έξω είχον αρχίσει να τραγουδούν τα Χριστούγεννα.

Πολλοί διήλθον και παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο κενός του στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας, ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν. Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας.

Είδε την σκιάν και το ιερόν θάμβος των εικόνων και των θυρίδων και των γωνιών, τας αμαυράς μορφάς των Αγίων, ωσφράνθη το μικτόν άρωμα του κηρίου, του ελαίου και του θυμιάματος, κ' εκύτταξεν επί μακρόν, εις το φρίσσον φως των πυρσών της κανδήλας, τα μεγάλα όμματα της Παναγίας, τα οποία εφαίνοντο να τον προσβλέπουν μετ' αΰλου θωπείας και επιεικείας βασιλοπρεπώς, μέσον των υάλων του παραθύρου.

Εκατέρωθεν του παραθύρου, προς μεν τα δεξιά έκειτο κλίνη σιδηρά απλουστάτη αλλ' αποπνέουσα παρθενικόν τι άρωμα, αριστερόθεν δε υπήρχεν άλλη κλίνη, στηθείσα εκ του προχείρου εις τρίποδα. Ότι δε εστήθη εκεί χάριν της περιστάσεως, εμαρτύρουν τα όπισθεν αυτής ίχνη του ερμαρίου, το οποίον εξώσθη του δωματίου διά να τοποθετηθή η κλίνη.

Ναι! απαντά ο γέρων και ατενίζων εκ του παραθύρου προς τον λιμένα κραυγάζει. — Νά! Νά τηνε! Η σκούνα μου! Νά τηνε! Η σκούνα μου η καλοτάξειδη, η τυχηρή μου σκούνα, όπως ήτανε και τότε, όπως την είχα εγώ! Και εκρότει τας χείρας του από την χαράν του, κρατών συνάμα και το τσιμπούκι του.

Η Φλουρού δεν απεκρίθη, αλλ' ύψωσε το βλέμμα εκ του παραθύρου προς τον ήλιον, προς υπόδειξιν ότι το λάθος δεν ήτο ιδικόν της, αλλά του κυρίου της, όστις ήργησε να έλθη. Η σιωπηλή αύτη απολογία δεν απεθάρρυνε τον καθηγητήν. — Επί του όλου, επανέλαβε, δεν τρώγεται σήμερον το φαγητόν σου. — Να που το έφαγες! Εις το ακαταμάχητον τούτο επιχείρημα προσέφευγε συνήθως η Φλουρού.

Ο περιερχόμενος τας στενωπούς της πόλεως, και μάλιστα τας Κυριακάς, επνίγετο εις κύματα μελωδίας εξορμώντα εκ παντός παραθύρου.

Ότε μετά τινας ώρας εφάνη πλήρης η ημέρα, και φαιδρός εισεχώρησεν ο ήλιος διά των χαραμίδων του στενού παραθύρου της μικράς οικίας, αθόρυβος επεκράτει εν αυτώ ηρεμία.

Μία κλίνη εις το άκρον, επί της οποίας κάθηται αγρυπνών ο Βλέπυρος• πλησίον του καίει λυχνία, ενώ εκ του παραθύρου διαφαίνεται το πρώτον φως της ημέρας. ΒΛΕΠΥΡΟΣ αναπηδών εν οργή. Μωρέ. . .! η Πραξαγόρα! πού ήσουνα, παρακαλώ, πού ήλθες τέτοιαν ώρα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και τι σε μέλει, φίλε μου; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και τι με μέλει;!.., Να τη! τι κουταμάρες είν' αυτές;