Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Και ως αλλοφρονούσα προσέθετε: — Νά! εδώ μέσα 'ς την καρδιά μου έχω βαθειά μια ελπίδα. Ο Χριστός μας δεν θα μας αφήση όλο παραπονεμένους. Ήδη από του ημιανοίκτου παραθύρου ήρχοντο οι μανιακοί γρυλλισμοί των σφαζομένων χοίρων. Η κόρη της συμπτυχθείσα ως κουβάριον εις την γωνίαν δεν ωμίλει. Έκλαιεν υπό την μαύρην μανδήλαν της, η ορφανή μοναχοκόρη, λευκή και απαλή ως το χλωρόν τυρίον.
Ήρχοντο στιγμαί πολλάκις μεγαλοπρεπείς εν τη μανία του υγρού στοιχείου, οπού καθώς διά του υελοφράκτου παραθύρου διεκρίνοντο τα φουσκωμένα εκείνα κύματα, με όλον τον αναιβοκαταιβαίνοντα σάλον του πελάγους, εφαίνετο ότι ολόκληρος ο ναΐσκος της Παναγίας της Λημνιάς εκεί επάνω εις την άκραν του βράχου οπού ήτο — παρασυρθείς υπό των κυμάτων, ως πλοίον απολέσαν τας αγκύρας του, εσαλεύετο επ' αυτών, βαίνον ταχέως προς τον καταποντισμόν.
Αι ευδαιμονέστεραι του βίου του στιγμαί ήσαν εκείναι καθ' ας, ημιεξηπλωμένος επί μικρού ανακλίντρου, εντός του κομψού σπουδαστηρίου του, ερρόφα τον καπνόν της μικράς του καπνοσύριγγος, τον ετίναζεν εις μικρά δακτυλιδοειδή σχήματα και τον έβλεπε να διαστέλλεται, να κυματίζη να υψώνεται και να χαμηλώνη πληρών το δωμάτιον εωσού, εξερχόμενος βραδέως από καμμίαν του παραθύρου ρωγμήν, ν' αφανίζεται εις το κενόν.
Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας διπλάς διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ εξαπλωμένην επί της κλίνης της. — Τι τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος. Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν. — Μάνα, εσύ 'σαι; . . . Ήρθες;
Ήδη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το σκληρόν εκείνο καποτάκι του πάντοτε, ανεγίνωσκε τας τελευταίας ευχάς της Ευχαριστίας, εγγύς του δεξιού παραθύρου του ναΐσκου, οπόθεν προσπίπτουσαι φαειναί του ηλίου ακτίνες, επράυνον το πρόσωπον του, καθιστώσαι αυτό ιλαρόν, μέσα εις εκείνην την κτηνώδη δοράν του επενδύτου του.
Η Μπαμπέττα ήκουσε και παρετήρησε έξω διά των λεπτών παραπετασμάτων του παραθύρου της· όταν όμως είδε τον λευκοφορεμένον άνδρα και εσκέφθη ποίος είναι, εκτυπούσε η καρδούλα της από φόβον, αλλά και από θυμόν. Έσβυσε τάχιστα το φως, εδοκίμασε αν όλοι οι σύρται των παραθύρων ήσαν βαλμένοι, και τον άφησε τώρα να κουκουβαγιάζη και να βουίζη όσον ήθελε.
Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.
Ενώ ήμην εις τον βρασμόν της πωλήσεως, ήκουσα αίφνης κρότον αντικρύ μου και, υψώσας τους οφθαλμούς, είδα εις την απέναντι μου οικίαν νέαν ξανθήν ανοίγουσαν το παράθυρον και στηλόνουσαν τα φύλλα του, τα οποία ο άνεμος εκτύπα επί του τοίχου. Αφού τα εστήλωσεν, εσταύρωσε τους βραχίονας επί του παραθύρου και στηρίξασα επί των βραχιόνων το στήθος έστρεψε προς εμέ το πρόσωπον.
Αλλ' αι ερυθραί εκείναι λάμψεις εχάνοντο διαρκώς ως εκ του ύψους της οροφής επί της οποίας καρφία χρυσά έλαμπον ως τα άστρα την νύκτα ανά μέσον των κλώνων. Από το άνοιγμα ενός μεγάλου παραθύρου διεκρίνοντο λαμπάδες επί των δωμάτων των οικιών διότι ο Αντίπας συνεώρταζε με τους φίλους του, με τον λαόν του και με όλους τους προύχοντας.
Εκεί δίπλα, είδε την ανταύγειαν των κανδηλίων του εκκλησιδίου, τα οποία είχεν ανάψει ενωρίς η μήτηρ του. Ο Φάλκος, προέκυψε κ' εκύτταξε διά της υάλου του παραθύρου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν