United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω φύγε φύγε, ούτε να σ' ακούσω θέλω . . . τι φρίκη! — Ποτέ, ποτέ δεν θα φύγω, αν δεν λάβω μίαν απάντησιν, μίαν υπόσχεσιν. — Καμμίαν άλλην απάντησιν δεν έχεις ν' ακούσης, παρά ότι μου προξενείς φρίκην! τ' ακούεις; φρίκην! Και πεσούσα επί του ανακλίντρου, ανελύθη εις δάκρυα. Εκείνος εκυλίετο εις τους πόδας της ασθμαίνων, έξαλλος . . . Εκείνη τον απώθησε και ηγέρθη.

Με όρεξιν λοιπόν παρεκάθησεν εις την τράπεζαν, όταν ήλθε να τον καλέση ο επιστάτης του ατρίου. Αφού ετελείωσε το δείπνον του, εξηπλώθη επί του ανακλίντρου, ετοποθέτησε τον μανδύαν του υπό την κεφαλήν του και απεκοιμήθη. Δεν αφυπνίσθη ή μάλλον δεν τον εξύπνισαν παρά όταν έφθασεν ο Κρότων, Τότε μετέβη εις το άτριον.

Βλέπεις πώς έγεινες πλούσιος; υπέλαβε διά σβεννυμένης φωνής η επί του ανακλίντρου ασθενής κατακειμένη σύζυγος του πτωχεύσαντος κερδοσκόπου. — Να πάρη ο διάβολος την αντιπολίτευσιν, η οποία έκαμε την σύμβασιν όπως την έκαμε! απήντησεν εκείνος, βλοσυρώς βλέπων χαμαί.

Ο Παρδαλός γίνεται κατ' ανάγκην προς στιγμήν και θαλαμηπόλος της συζύγου του, ήτις περατοί τέλος την ενδυμασίαν αυτής και καταπίπτει κάθιδρος και ασθμαίνουσα επί του ανακλίντρου, φυσώσα ως ατμομηχανή και αεριζομένη διά του μανδηλίου της, ενώ ο συζυγός της ξυρίζεται.

Πιε, αν θέλης, και μίαν παραπάνω εις την τύχην μου. Ξεύρεις, εκέρδισα σήμερα τον πρώτον λαχνόν. — Το ήξευρα! απαντά σοβαρός ο ιθύντωρ της κοινής γνώμης, και απέρχεται υπόπτερος. Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν μυθιστόρημα, κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει. Αλλ' αναγινώσκει μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο νους της είνε αλλού.

Μετά μίαν στιγμήν, ως να είχε ζαλισθή από το κρασί, επανέπεσε βαρύς επί του ανακλίντρου. Βήματα γοργά ηκολούθησαν εις την κλίμακα, συνοδευθέντα από ένα κτύπημα εις την θύραν. Αμέσως δ' ηνοίχθη αύτη και υπηρέτης του μεγάρου Μεντόνι ωρμήσας εψέλλισε με φωνήν πνιγομένην από την συγκίνησιν τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις: — Η κυρία μου! η κυρία μου! Δηλητηριασμένη, φαρμακωμένη!

Αλλ' αίφνης εν βαθεία νυκτί ανατινάσσεται όρθιος από του ανακλίντρου του, τρίβει τους οφθαλμούς, σείει την κεφαλήν, τείνει το ους προς την οδόν, και δεν ηξεύρει τι κρότος παράδοξος και απαίσιος είνε ο ταράττων την ησυχίαν της νυκτός.

Μεσοκομμένος και κάθιδρος ανήλθε την ξυλίνην σκαλίτσαν του οίκου του. Εξεκλείδωσε την πορτίτσα και εισελθών ερρίφθη κατάκοπος επί του πενθίμως ενδεδυμένου ανακλίντρου του, ενός μεγάλου νησιωτικού καναπέ, όστις έπιανεν όλην την πλευράν του τοίχου. Έβγαλε το καλυμάχι του να ξανασάνη. Θα ήτο μεσημέρι και τα καύμα έκαιεν.

Εις την αριστεράν γωνίαν, επί τραπέζης, λυχνία μικρά προ του Σωτήρος, εφώτιζε αμυδρώς τα αντικείμενα. Ήτο εκεί, απεναντί του, με τας χείρας τεταμένας ο Εσταυρωμένος, η προσωποποίησις της αιωνίου αγάπης! Δεξιά, επί ανακλίντρου, ο Κλέων διέκρινε κάτι, το οποίον εις την εμφάνισίν του εκινήθη . . Ήτο η σύζυγος. Ηγέρθη μετά κόπου και τρέμουσα εστάθη προ του ιατρού με την κεφαλήν προς το στήθος.

Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση: «Πεντακοσίαςεις την ερώτησιν της συζύγου του: — «Πόσας;» — Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.