United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας.

Ο Ιησούς συνήντησε τας άλλας γυναίκας, και είπεν αυταίς, «Χαίρετε!» Ο τρόμος ανεμιγνύετο με το θάμβος και την συγκίνησίν των καθώς έπεσαν εις τους πόδας Του. «Μη φοβείσθε, είπε προς αυτάς· πορευθείσαι είπατε τοις αδελφοίς Μου ίνα απέλθωσιν εις Γαλιλαίαν, κακεί Με όψονται». Ανωφελές ήτο διά τους στρατιώτας τους φύλακας να μείνωσι πλησίον κενού τάφου.

Εξ άλλου όμως είδα, ότι η μεγάλη μάζα των θεατών παρηκολούθησε την εξελιξιν του έργου με ζωηρότατον ενδιαφέρον και μεγάλην συγκίνησιν. Εις δε την τελευταίαν πράξιν, η οποία είνε δυνατή και αποτελεί ίσως μόνη της ένα ωραίον δραματάκι, η συγκίνησις εκορυφώθη και ολίγοι από τους θεατάς ημπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυα. Ένα δράμα, εις το οποίον ο θεατής κλαίει, δεν ημπορεί να μη είνε επιτυχημένον.

Χριστός ανέστη, παιδιά!. . . Η φωνή ηκούσθη από την ράχην έντονος και παρατεταμένη. Αναπαλλομένη έφθασεν εις τας καρδίας των αξέστων ακροατών όλων κ' επέχυσεν επ' αυτών γλυκύτητα και συγκίνησιν. — Χριστός ανέστη, παιδιά!. . . Η φωνή ήχησεν εντονωτέρα. Οι βλάχοι όλοι και οι χωρικοί έκλινον την κεφαλήν κ' έκαμαν τον σταυρόν των.

Αλλ' όταν τον διέκρινε και έστρεψε προς αυτόν το βλέμμα της, ο Μανώλης ησθάνθη κάτι από την συγκίνησιν την οποίαν του έδιδαν άλλοτε τα γλυκύτατα εκείνα μαύρα μάτια. Αμέσως όμως απετίναξε το αίσθημα εκείνο και απέστρεψε το βλέμμα με κίνημα θυμού: — Ας στο διάολο, μουστακάτη!

Αν θέλης να μου το πης. — Ξεύρεις την γνωριμία μου, την αδελφή Βεάτη; Ο Σκούντας έκαμε κίνημά τι, ελέγχον συγκίνησιν. Αλλ' όμως προσεποιήθη απάθειαν. — Πού να την ξεύρω; — Ξεύρεις το μοναστήρι των γυναικών; Νέον κίνημα έκαμεν ακουσίως ο Σκούντας. — Το έχω ακουστά, αλλά δεν υπήγα ποτέ. — Λοιπόν η Βεάτη, μου είνε γνωστή από τον υποκριτήν εκείνον τον Δερμίνην, οπού σου είχα διαβάσει το γράμμα του.

Και υπεγερθείς κατεφίλησε τα δύο παιδία του κλαίοντα από την συγκίνησιν.

Ποίος δύναται ν' αναμετρήση την άφραστον συγκίνησιν, με την οποίαν το παιδίον Ιησούς απελάμβανε το αλησμόνητον εκείνο θέαμα; Οι προσκυνηταί, οι συρρέοντες κατά το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ από όλας τας χώρας της Ανατολής, ήσαν απειράριθμοι.

Τέλος ανεμνήσθη ότι μόνον εις τους γάμους ήτο ενιαχού συνήθεια να στολίζωσι με τον αρνητικόν τούτον στολισμόν τας νεαράς νύμφας, όσαι επεθύμουν να έχωσιν ασπίδα τινά κατά των βλεμμάτων του κόσμου και να κρύπτωσι την συγκίνησιν και την αιδώ υπό το ύφασμα.

Όχι, δεν ηρνήθη, αλλ' έθεσεν όρον, ο οποίος δεν ειξεύρω πότε θα εκπληρωθή, και εν τω μεταξύ δεν θέλει να βλεπώμεθα. Προ δέκα ημερών δεν την είδα, έστω και μακρόθεν. Ώστε εννοείς τώρα διατί σήμερον με τόσην συγκίνησιν... — Τι είναι ο όρος του; υπέλαβεν ο Κος Πλατέας. — Να περιμένω μέχρις ου αποκαταστήση την πρωτότοκον θυγατέρα του.