United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων, οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην· και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.

Και υπεγερθείς κατεφίλησε τα δύο παιδία του κλαίοντα από την συγκίνησιν.

Ωμίλει με τόσην σφοδρότητα, ώστε ο ιδρώς του έτρεχε κρουνηδόν• έπειτα ήρχισε να δακρύη γελοιωδέστατα και έσυρε τας τρίχας της κεφαλής του, προσέχων όμως να μη τας έλκη πολύ δυνατά, και επί τέλους τον απεμάκρυναν κλαίοντα τινές εκ των Κυνικών διά να τον παρηγορήσουν. Ευθύς μετ' αυτόν κατέλαβεν άλλος το βήμα πριν ή διαλυθή το πλήθος και ψυχρανθή η εντύπωσις εκ των λόγων του Θεαγένους.

Ήτο τω όντι πολύ δύσκολον ν' αναγνωρίσωμεν τον μικρόν Κώσταν, διότι, καθ' ην ημέραν τον είχομεν ιδεί κλαίοντα και ακολουθούντα το υπερήφανον αρχοντόπουλον, είχε και το πρόσωπον και το σώμα του καταλασπωμένα, γυμνούς τους πόδας, ενδύματα δε ρυπαρά και εσχισμένα· ενώ ο μικρός μαθητής του Πέτρου ήτο ήδη καθ' όλα καθαρώτατος· ούτε ανυπόδητος ήτο πλέον, αλλ' ούτε ρακενδύτης.

Μίαν φοράν ότε ηθέλησε να κάμη κάτι εναντίον των επιθυμιών της Κυρά Ρήνης, αυτή ανεστάτωσε το Σύμπαν και ολίγον έλειψε ν' αποσπάση όλην την κοιλάδα και να την ρίψη μαζί με την καλύβαν της και μ' αυτήν την ιδίαν εις τα βάθη της θαλάσσης. — Όχι, παιδιά μου· δεν μπορώ να σας πάρω, είπεν εις τα παιδία μετά λύπης. — Τι να γενούμε, πού να πάμε; εψιθύρισαν αυτά κλαίοντα.

Εθρήνει εκείνον τον οποίον ασμένως κατέστρεφε· πίστευσε δε εις την ειλικρίνειαν των δακρύων του, όταν και εμέ ίδης κλαίοντα. ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, φιλτάτη Οκταβία· θα λαμβάνης πάντοτε ειδήσεις παρ' εμού· δεν θα εξαλείψη ο χρόνος την ανάμνησίν σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Καίσαρ· θα διαγωνισθώμεν εις τον προς αυτήν έρωτα. Ιδού σε εναγκαλίζομαι και σε αφήνω υπό την σκέπην των θεών. ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Ευτύχει!

Εάν οι κροκόδειλοι εγνώριζον πώς κλαίουν αι γυναίκες, βλέποντες κανένα κλαίοντα μεταξύ αυτών, θα έλεγον προς χλευασμόν του: — Κύτταξε! αυτός ο κροκόδειλος κλαίει σαν γυναίκα. Μη εμπιστεύεσαι εις τας χείρας, όσον επιμελώς και αν εκαθαρίσθησαν από μιας κηλίδος· έφτιασε και το λελέκι άλλην μια φωληάν παρέκει, μα δεν πρόφθασε να μείνη και τη λέρωσε κ' εκείνη!