Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Και ούτε ο θρησκομανής μεσαίων ηδυνήθη να περιστείλη την χρήσιν του ψιμμυθίου. Είς των Γάλλων πριγκήπων, επί Λουδοβίκου ΙΔ', νομίζω, ου μόνον ηρέσκετο να φορή γυναικεία ενδύματα και να ζη πάντοτε εν μέσω γυναικών και να φέρεται ως αύται, αλλά και εψιμμυθιούτο. Και όμως ο θηλυπρεπής ούτος ανεδεικνύετο εις τας μάχας ατρόμητος. Την ιστορίαν του ψιμμυθίου ακολουθεί και το βάψιμον της κόμης.

Ούτω αι ολίγαι λέξεις τας οποίας παρενέβαλε διά να περιστείλη την άδικον μανίαν των συναδέλφων του ερείδονται προφυλακτικώς επί γενικής αρχής, και δεν ελέγχουσιν ένδειξιν της ιδίας πίστεώς του εις τον Γαλιλαίον, τον οποίον η αίρεσίς του μισεί και καταδιώκει.

Ούτε του Αίαντος η επταβόειος ασπίς θα δυνηθή να περιστείλη τους ισχυρούς παλμούς της καρδίας μου· ω, ανοίξατε πλευρά μου! ανάπτυξον άπαξ, καρδία μου, δύναμιν μεγαλειτέραν από το περικλείον σε στήθος, και διάρρηξον το εύθραστον περίβλημά σου! — Σπεύσον, Έρως, σπεύσον. — Δεν είμαι πλέον στρατιώτης. Φύγετε, ω τεθραυσμένα λείψανα της πανοπλίας μου· σας έφερα εντίμως. Άφες με ολίγον.

Τότε με χείλη τρέμοντα και με παρειάς ωχριώσας έκαστος τούτων ηρώτα το ταπεινόν ερώτημα, «Κύριε, μήτι εγώ ειμι;» Ο Ιησούς έμενε σιωπηλός, όπως, και τότε ακόμη εάν ήτο δυνατόν, να λάβη καιρόν ο Ιούδας να μετανοήση. Αλλ' ο Πέτρος δεν ηδύνατο να περιστείλη την λύπην και την ανυπομονησίαν του. Άπληστος να μάθη και να προλάβη την προδοσίαν, ένευσε προς τον Ιωάννην να ερωτήση τις ήτο.

Ο φόβος μη καή αυτός, ο τρόμος μη πυρποληθή το πλοίον κατέβαλον αίφνης την έξαψίν του, κ' ενώ μετ' αγώνος υπερανθρώπου προσεπάθει να περιστείλη τας φλόγας, κλείων από το επάνω μέρος την θερμάστραν, αισχυνόμενος και να φωνάξη, κατέπεσεν επί της εγγύς καθέδρας του, εν ατονία βλέπων τας τελευταίας αναλαμπάς της φλογός.

Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων, οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην· και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.

Ησθάνετο τόσω μάλλον την ανάγκην του ν' ανακουφισθή εκχύνουσα εις λόγους την αγανάκτησίν της, καθόσον επροσπάθησε να την περιστείλη διαρκούσης της συζητήσεως εις την αυλήν. — Χαρά 'ςτο! έλεγε. Να μη θέλη να μ' αφήση να έμβω! Δέχεται όσους πληρώνουν, λέγει. Και μήπως εγώ της είπα ότι θέλω να τον ιδώ χάρισμα, τον ιατρόν; Ας έχη δόξαν ο Θεός, δεν έχω την ανάγκην της!

Αλλ' αίφνης, σιγά σιγά, μία ιδέα, μία επιθυμία εκόλλησεν αναπόσπαστος εις τον νουν της. Ωσεί δ' υπείκουσα εις δύναμιν άλλην, ανωτέραν εαυτής, την οποίαν δεν ηδύνατο να περιστείλη μετά αγώνα όσον οίον τε μεγάλον, εστήριξε χαμαί την αριστεράν χείρα και αναταθείσα επ' αυτής, παρετήρησεν έξω. Ήθελε να ίδη τον απέναντι αγρόν χωρίς αυτή να φωραθή υπό τινος.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν