Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Αίφνης το βλέμμα της εσταμάτησεν εις γωνίαν τινά, όπου από μικράς οπής του πατώματος εισέδυσε στενή ακτίς φωτός. Επορεύθη αργά εκεί, εκ περιεργίας μάλλον παρά εξ ελπίδος, έπεσε πρηνής κ' εκόλλησεν εις την οπήν τον οφθαλμόν της. Κάτωθέν της διέκρινε βαθύ και στενόν δωμάτιον, πλήρες αραχνών, με τοίχους μαύρους εκ της υγρασίας κ' έδαφος άνισον και ολισθηρόν.

Ήτο η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξετέλει χρέη νοσοκόμου εν τη μονή. Η Βεάτη διενοήθη ότι αύτη βεβαίως θα ανέλαβε να υπηρετή την έγκλειστον εις τα προς τροφήν και πάσαν άλλην διακονίαν του σώματος, και διά τούτο ήρχετο ενταύθα. Η Βεάτη εκόλλησεν όπως ηδυνήθη εις την κόγχην της θύρας. Άλλως θα ήτο ήδη σκότος, διότι είχε σβέσει την δάδα.

Δύο τρεις άμαξαι μεθυόντων διέσχιζον την μεγάλην οδόν εν καλπασμώ ίππων και φωναίς αγρίαις, ενώ παρά το Μοναστηράκι ο κόσμος εκόλλησεν εις τον πολύν σχηματισθέντα βόρβορον. — Πολύ κρύα Χριστούγεννα! επανέλαβεν ο φίλος μου εκείνος ο άλλος . — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα! Είπον πάλιν κ' εγώ εκείνος ο άλλος. Εισήλθομεν εις του Ψυρή.

Ο Επιφάνιος ήτο δευτερότοκος υιός του Δημητράκη, τον οποίον αυτός είχεν επονομάσει Λογιώτατον, και το επίθετον αυτό εκόλλησεν επάνω του και του έμεινεν. Ο νέος είχε σπουδάσει στ' Αμπελάκια, στα Γιάννενα και κάπου αλλού, όπου τον είχε στείλει ο πατήρ του.

Επλησίασεν ο όφις εκεί, και εκόλλησεν εις το δένδρον εκεί που αγροικούσε την οσμήν επάσχισεν από κάθε μέρος να χωθή μέσα εις τα αγκάθια, αλλά ματαίως εκοπίασεν όλην την νύκτα φυλάγοντάς με ωσάν η γάτα, που φυλάγει να πιάση τον ποντικόν· τέλος πάντων όταν εξημέρωσεν ανεχώρησεν από εκεί επειδή τα φίδια και εις εκείνο τον νησί, την ημέραν κρύπτονται εις σπήλαια διά τον φόβον που έχουν από κάποια μεγάλα όρνεα, τα οποία είνε εχθροί των θανάσιμοι και τα κυνηγούσι διά να τα φάγουν.

Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν. Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη, έτρεξε προς τον ποταμόν. Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι χαμένος», διενοήθη. Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της παρακειμένης οικίας.

Ήτο γλυκύ κελάδημα το τραγούδι τούτο, όπερ το παιδίον με την οξυτάτην και παίζουσαν κατά τας αποθέσεις του μέλους φωνήν του ετόνισε τόσον από την καρδιά του, ώστε ηδυλάλως αντήχησαν τα εγγύς βουνά και ο πέραν πόντος. Έκλαυσαν δε οι δύο ποιμένες, όταν προς το άσμα των Χριστουγέννων τούτο εκόλλησεν ο παις και μίαν ηδυτάτην επωδόν, ταύτην.

Την φοράν όμως αυτήν ηκολούθησε και ο μικρός υιός του παπά. Δεν ημπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλην φοράν. Άμα είδε την συντέκνισσαν να έρχεται, εκατάλαβε πως κάτι τρέχει, κ' εκόλλησεν εκεί, εις την πόρταν της οικίας, εις την σκάλαν, όπου ήκουσε την είδησιν της γραίας. Το παπαδόπαιδον, μικρόν μαθητάριον δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήτο πολύ περίεργον και επίμονον πλάσμα.

Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα. Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν συνήλθε.

Ενύκτωσε πλέον και ο φίλος μου ήλθε να με παραλάβη. Εξήλθομεν. Υγρά η ατμόσφαιρα. Προ δύο ημερών είχε χιονίσει και ήδη η πόλις εκόλλησεν εν βορβόρω, ως αγριόπαππια. Αι οδοί πλήρεις λάσπης. Τα πεζοδρόμια ρυπαρά, ως πλάκες ελαιοτριβείου, γλιτσασμέναι. Ένας φανοκόρος, ανάπτων την ώραν εκείνην τους φανούς, κατέπεσεν εν τη σπουδή και έθραυσε τον κάλαμον τον φωτοφόρον.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν