United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου.

Εβγήκα έξω από την πολιτείαν και διά να γίνω αγνώριστος εξυράφισα τα γένεια και τα φρύδια και ενδύθηκα τούτο το φόρεμα των δερβισάδων και από τόπον εις τόπον κατήντησα σήμερον εις ταύτην την πολιτείαν και εις την πόρταν του κάστρου εσταμάτησα ολίγον διά να αναπαυθώ, ότε μετ' ολίγον βλέπω και φθάνει ο άλλος δερβίσης, ο οποίος με εχαιρέτησε και εκάθισε πλησίον μου και εγνωρίσθημεν και οι δύο ξένοι και ενώ συνομιλούμεν, ιδού φθάνει και ο τρίτος και αυτός ξένος και ενώθημεν ωσάν αδελφοί και απεφασίσαμεν να μη χωρισθώμεν.

Δεν είχα τίποτε να πλύνωούτε την ελαχίστην οιανδήποτε κηλίδα, ούτε το ελάχιστον σημείον αίματος. Προς τούτο έλαβα όλα τα μέτρα μου. Το παν εξηφανίσθη μέσα εις ένα πακέτο, α! α! Όταν το έργον αυτό ετελείωσεν, ήταν τέσσαρες πρωί και έκαμνε τόσον σκοτάδι όσον και τα μεσάνυκτα. Όταν το ωρολόγι εκτυπούσεν αυτήν την ώραν, ένα κτύπημα αντήχησεν εις την πόρταν του δρόμου.

Ποτέ, μέχρι της νυκτός αυτής, δεν είχα εις καλυτέραν κατάστασιν όλας τας πνευματικάς δυνάμεις μου, όλην μου την φρόνησιν. Μόλις ήτο δυνατόν να συγκρατήσω τα αισθήματά μου από ικανοποίησιν. Σκεφθήτε ότι ήμουν εκεί, ότι ήνοιγα την πόρταν λίγο- λίγο και ότι ο γέρων δεν ήτο δυνατόν να διανοηθή τας πράξεις ούτε τας σκέψεις τας οποίας έκρυπτα.

Αυτή χωρίς να μου ομιλήση τίποτε εμίσευσε, και με άφησεν εις την στράταν όλον αφιερωμένον εις το να θεωρώ αδιαφόρευτα την πόρταν, μήπως ξανανοίξη διά να θεωρήσω ακόμη εκείνην την νέαν. Και με τούτην την ελπίδα επλησίασεν η νύκτα χωρίς να επιτύχω του ποθουμένου.

Ωραία Φαρουχνάζ, άρχισεν εκείνος να λέγη, οπόταν έφθασα εις το παλάτι, ηύρα ανοικτήν την πόρταν, και εμπαίνοντας μέσα δεν είδα κανένα, μοναχά ήκουσα μίαν φωνήν παραπονετικήν, που έβγαινεν από ένα μέρος. Ακολούθησα την φωνήν, και ήλθα και εμπήκα εις ένα χοντζερέ.

Εβγάνοντας το λοιπόν από το μετζίτι, επήγα εις μίαν πόρταν ενός μεγάλου παλατίου, και με φωνήν τρανήν εζητούσα ελεημοσύνην. Μία γραία σκλάβα έρχεται ευθύς με ένα ψωμί εις το χέρι διά να μου το δώση και τον καιρόν που άνοιξε την πόρταν διά να μου το δώση βλέπω από μέσα εις το παλάτι μίαν νέαν κυράν εξαισίας ωραιότητος.

Αλλά τότε τι να κάμω; ερώτησα. Να σας πω· εγώ προ ολίγων ετών εγνώρισα τον κ. Μαγιάρ. Ευχαρίστως λοιπόν σας συνοδεύω έως την πόρταν του φρενοκομείου και σας παρουσιάζω προς αυτόν. Σας ζητώ μόνον συγγνώμην, διότι αδυνατώ να σας συνοδεύσω και μέσα ένεκα της αντιπαθείας μου αυτής προς τους τρελλούς.

Έψησε καφέ διά τον Φάλκον της, τον καλομαθημένον, είτα εμαγείρευσε φαγητόν από τομάτες και κρόμμυα με λάδι. Αφού έφαγαν, εκλείσθησαν εις τον οικίσκον διά να κοιμηθούν. Η Μαχώ ήτον κουρασμένη, και δεν άργησε ν' αποκοιμηθή. Ο Φάλκος όμως έκαμε τον ψόφιον κατ' αρχάς κι' άρχισε να ροχαλίζη. Άμα ενόησεν ότι η μητέρα του είχεν αποκοιμηθή, εσηκώθη, κι' άνοιξε την πόρταν.

Μίαν ημέραν μου ήλθεν επιθυμία, να πηγαίνω και εγώ να εύρω τον Ναμαράν εις το σπήτι του, ελπίζοντας πώς θα ήθελε το λάβει εις μεγάλην χαράν και βγαίνοντας μπουλωμένη από το σαράγι μου χωρίς να με καταλάβη κανένας έφθασα εις το σπήτι του Ναμαράν και κτυπώντας την πόρταν διά να μου ανοίξουν, βλέπω και έρχεται ένας σκλάβος και με ερωτά τίνα γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω του αφεντός σου ένα λόγον.